Brno, March 28 Handout Chronicle of Morea (1320) • The peaceful Latin conquest of Morea Vv. 1430-1436 Ἐν τούτῳ ὡρμήσασιν ἐκεῖ, ὁλόθρα ὑπαγαίνουν, ἐξάπλωσαν τὰ φλάμπουρα τοῦ καθενὸς φουσσάτου. Κι ἀφότου ἐπλησιάσασιν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα, κ' ἐμάθασιν οἱ Ἀνδραβισαῖοι ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι, ἐξέβησαν μὲ τοὺς σταυροὺς ὁμοίως μὲ τὰς εἰκόνας οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸ τῆς χώρας Ἀνδραβίδου, καὶ ἦλθον κ' ἐπροσκύνησαν τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον. • The agreement between the Latins and the local Greek population of Morea vv. 2097-2107 κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος τὰ πάντα ὅλα πράγματα Φραγκῶν τε καὶ Ρωμαίων, τοῦ καθενὸς τὴν ὄρεξιν καὶ τὰ προνοιάσματά τους, τόσα τὸν ἀγαπήσασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι διατὸ ἦτον καλοϋπόληπτος, εἰς ὅλους δικαιοκρίτης, ὅτι βουλὴν ἀπήρασιν οἱ φρονιμώτεροί τους, τὸ πῶς νὰ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου τοῦ Μορέως, διατὸ ἦτον ἄνθρωπος καλός, φρόνιμος εἰς τοὺς πάντας “περὶ νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν ὁ κάποιος ρουχολόγος ἀπαίδευτος κι ἀδιάκριτος καὶ νὰ μᾶς σκανταλίζῃ.” • The Franks negotiate with the Greek archontes at Andravida vv. 1609-1649 Ἀπὸ τὴν Πάτραν ἤλθασιν, στὴν Ἀνδραβίδα ἐσῶσαν, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ ἄρχοντες τοῦ κάμπου τοῦ Μορέως. (1610) Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, ἐσώρεψεν τοὺς ἄρχοντες καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους· “Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀπάρτε καὶ συντρόφοι, ἐσεῖς θεωρεῖτε, ἐβλέπετε τὸν ἀφέντην ἐτοῦτον, ὅπου ἦλθε ἐδῶ εἰς τοὺς τόπους σας ὅπως νὰ τοὺς κερδίσῃ· (1615) 1 μηδὲν σκοπήσετε, ἄρχοντες, ὅτι διὰ κοῦρσον ἦλθεν, νὰ ἐπάρῃ ροῦχα καὶ ζῶα καὶ νὰ μισέψῃ ἀπέδω· ὡς φρόνιμους ποῦ σᾶς θεωρῶ πληροφορίαν σᾶς λέγω· θεωρεῖτε τὰ φουσσᾶτα του, τὴν παρρησίαν ὅπου ἔχει· ἀφέντης ἔνι, βασιλέας, καὶ ἦλθε νὰ κερδίσῃ. (1620) Ἐσεῖς ἀφέντη οὐκ ἔχετε τοῦ νὰ σᾶς συμμαχήσῃ· κι ἂν δράμουν τὰ φουσσᾶτα μας, τὸν τόπον σας κουρσέψειν, νὰ αἰχμαλωτίσουν τὰ χωρία καὶ νὰ σφαγοῦν οἱ ἀνθρῶποι, ὕστερον τί νὰ ποιήσετε, ὅταν σᾶς μετανοήσῃ; λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται διὰ καλλιώτερόν σας (1625) νὰ ποιήσωμεν συμβίβασιν, νὰ λείψουν καὶ οἱ φόνοι, τὰ κούρση κ’ ἡ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὰ ἰγονικά σας, κ’ ἐσεῖς ὅπου εἶστε φρόνιμοι κ’ ἐξεύρετε τοὺς ἄλλους, ὅπου εἶναι, λέγω, συγγενεῖς, φίλοι σας καὶ συντρόφοι, πρᾶξιν νὰ ποιήσετε εἰς αὐτοὺς τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσειν.” (1630) Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν, ἀπόστειλαν καταπαντοῦ τοὺς ἀποκρισαρίους τους, ἔνθα ἔξευραν ὅτι ἤσασιν φίλοι καὶ συγγενεῖς τους· τὸ πρᾶγμα τους ἐδήλωσαν κ’ ἐπληροφόρησάν τους· ἀφροντισίαν τοὺς ἔστειλαν ἀπὸ τὸν Καμπανέσην· (1635) ὅσοι βούλονται ἀπελθεῖν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει, τὰ ἰγονικά τους νὰ ἔχουσιν κι ἄλλα πλεῖον νὰ τοὺς δώσῃ· ὅσοι τὸ ἀξιάζουν κι ὠφελοῦν τιμὴν μεγάλην νὰ ἔχουν. Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως, ἀρχίσαν καὶ ἐρχόντησαν κ’ ἐπροσκυνοῦσαν ὅλοι· (1640) κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Μορέως, ὅλης τῆς Μεσαρέας, ἐποίκασιν συμβίβασιν μετὰ τὸν Καμπανέσην, ὅτι ὅλα τὰ ἀρχοντόπουλα, ὅπου εἴχασιν προνοῖες, νὰ ἔχουσιν ὁ κατὰ εἷς, πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν, (1645) τὴν ἀνθρωπέαν καὶ τὴν στρατείαν, τόσον νὰ τοῦ ἐνεμείνῃ, καὶ τ’ ἄλλο τὸ περσότερον νὰ μερίζουν οἱ Φράγκοι· καὶ οἱ χωριάτες τῶν χωριῶν νὰ στέκουν ὡσὰν τοὺς ηὗραν. • The siege of Nauplion the last Byzantine fortress in Morea vv. 2862-2874 ἀπήλθασιν τὰ κάτεργα ὁλόρθα εἰς τὸ Ἀνάπλι· τὸ κάστρον ἐσεντζίσασιν ἐκ μέρους τῆς θαλάσσης, κι ὁ πρίγκιπας ἐκ τὴν στερεὰν μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα. Τὸ καλοκαῖρι ἐπέρασεν, ὁ χειμῶνας εἰσῆλθεν, (2865) κἀκεῖσε ἐξεχειμάσασιν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης. Κι ὡς ἦλθε ὁ δεύτερος καιρός, ἦλθε τὸ καλοκαῖριν, 2 κ’ εἶδαν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου τὸ πῶς ἔνι κλεισμένον, κι οὐκ εἶχαν τίποτε ποσῶς καμμίαν βοήθειαν νὰ ἔλθῃ, ἐποίησαν συμβίβασιν κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον. (2870) Τὸ Ἀνάπλι γὰρ εὑρίσκετον κάστρον εἰς δύο τραχώνια· ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσουσιν τὸ πρῶτον, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀχαμνότερον νὰ τὸ κρατοῦν οἱ Ρωμαῖοι· μεθ’ ὅρκου καὶ προστάγματα τὲς συμφωνίες ἐποῖκαν. • Guillaume II de Villehardouin refuses to surrender the Principality of Morea to Michael VIII Palaeologus after the Battle of Pelagonia vv. 4254-4301 Ὁ πρίγκιπας ἀφκράζετον τοῦ βασιλέως τὰ λόγια κ’ ἐσκόπα πῶς ν’ ἀποκριθῇ ὅπως νὰ μὴ ἔχῃ σφάλλει. Κι ὅσον εἶπεν κ’ ἐπλήρωσεν τὰ ἐλάλει ὁ βασιλέας, ἄρξετον πάλε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ πρὸς ἐκεῖνον· (4255) “Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, δέομαί σου τὸ κράτος, ὡς ἄνθρωπος ξενωτικὸς κι ἀπαίδευτος ὅπου εἶμαι, νὰ ἔχω τὴν συμπάθειον σου ἀπόκρισιν ποιήσω. Ἀφῶν ὁρίζει, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω στὸν Μορέαν (4260) νὰ σὲ τὸν δώσω, ἀφέντη μου, λογάριν νὰ μὲ δώσῃς ἐμὲν καὶ τῶν συντρόφων μου ὅπου εἶναι μετ’ ἐμέναν, κ’ ὑπᾶμε ἡμεῖς εἰς τὴν Φραγκίαν ὅπου ἔν’ τὸ ἰγονικόν μας καὶ τόπους ν’ ἀγοράσωμεν νὰ ἠμένωμεν εἰς αὔτους, κ’ ἐσὲν νὰ μείνῃ ὁ Μορέας ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου· (4265) τὸ δύνομαι ν’ ἀποκριθῶ καὶ δύνομαι ποιῆσαι, σὲ θέλω ποιήσει ἀπόκρισιν καὶ δέξου το εἰς ἀλήθειαν, ἐπεί, ἂν μ’ ἐκράτεις ’ς φυλακὴν πενῆντα πέντε χρόνους, ποτὲ ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἠμπορεῖς νὰ ἔχῃς ἄλλο πρᾶγμα, μόνον κ’ ἐτοῦτο ὅπου ἠμπορῶ, λέγω τὴν βασιλείαν <σου>. (4270) Ὁ τόπος γάρ, ἀφέντη μου, ἐκεῖνος τοῦ Μορέως, οὐδὲν τὸν ἔχω ὡς γονικὸν οὔτε παππούδικόν μου διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς ἐξουσίαν νὰ δώσω καὶ χαρίσω. Τὸν τόπον [ποῦ] ἐκερδίσασιν οἱ εὐγενικοὶ ἐκεῖνοι ὅπου ἦλθαν γὰρ ἐκ τὴν Φραγκίαν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν (4275) ὁμοῦ μὲ τὸν πατέρα μου, ὡς φίλοι καὶ συντρόφοι. Μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν τὸν τόπον τοῦ Μορέως, ἀλλήλως τὸν ἐμοίρασαν μὲ ψήφους εἰς τὸ ζύγι· τοῦ καθενὸς ἐδώκασιν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐκλέξασιν ἀμφότεροί τους ὅλοι, @1 (4280) ὡς ἄνθρωπον τιμιώτερον καὶ φρονιμώτερόν τους, 3 κ’ ἐποῖκαν τὸν πατέρα μου ὡς ἀρχηγὸν εἰς ὅλους. Μὲ συμφωνίες, στοιχήματα τὰ ἐβάλασιν ἐγγράφως νὰ μὴ ἔχῃ δύναμιν καμμίαν νὰ κρένῃ μοναχός του, οὔτε νὰ ποιήσῃ τίποτε πρᾶγμα γὰρ εἰς τὸν κόσμον (4285) ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα ὁλῶν του τῶν συντρόφων. Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐγὼ ἐξουσίαν οὐκ ἔχω νὰ δώσω πρᾶγμα τίποτε ἀπὸ τὸν τόπον ποῦ ἔχω διατὶ τὸν ἐκερδίσασιν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ γονεῖς μας πρὸς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχομεν, τὰ ἐποίησαν ἀμφοτέρως. (4290) Ἀλλά, ὡς ἔνι τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουν οἱ στρατιῶτες, τὸν πιάσουσιν εἰς πόλεμον καὶ φυλακέψουνέ τον, μὲ ὑπέρπυρα καὶ χρήματα ἐξαγοράζουνέ τον. Ἂς τὸ διακρίνῃ, ἀφέντη μου, τῆς βασιλείας τὸ κράτος, πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα (4295) νὰ δώσῃ <νὰ> ἐξαγοραστῇ, νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου. Κι ἂν θέλῃ ἐτοῦτο, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος, νὰ βιαστοῦμε ὁ κατὰ εἷς τὸ δύνεται καὶ σώνει, νὰ δώσῃ κ’ ἐξαγοραστῇ, νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου· εἴτε σὲ φαίνῃ, ἀφέντη μου, νὰ μὴ [μᾶς] τὸ ποιήσῃς οὕτως, (4300) ἐδῶ μᾶς ἔχεις ’ς φυλακὴν καὶ ποίησον ὡς κελεύεις.” • Refugees settle in the Principality of Morea after Constantinople is reconquered by the Byzantines vv.1315-1332 Ἐν τούτῳ ἐνεμείνασιν πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαόν του ἐκεῖ γὰρ μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον, εἰς λογισμὸν νὰ τοὺς εὑρῇ ἐκεῖσε ὁ βασιλέας στὸ στρέμμα ὅπου ἤλπιζεν τοῦ νὰ στραφῇ ἀπ’ ἐκεῖθεν. Ἐκεῖνοι γὰρ ἐνέμειναν ὅπου τοὺς ὀνομάζω. Ὁ πρῶτος ὁ μισὶρ Ἀσελής, ντὲ Ντοὺθ εἶχεν τὸ ἐπίκλην, αὐτάδελφος ἦτον τοῦ Καίσσαρη ἐτότε τῆς Πολέου, τὴν μήτηρ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου ντὲ Ντουρνάη ἐπῆρεν εἰς γυναῖκαν του κ’ ἐνέμεινε εἰς τὸν τόπον. Ἀπαύτου ἦτο ὁ μισὶρ Βηλές, ντὲ Ἀνόε εἶχεν τὸ ἐπίκλην, ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας τῆς Ρωμανίας ἐτότε· ὁ πρίγκιπας εὐεργεσίαν τὴν Ἀρκαδίαν τοῦ ἐδῶκεν. Ἐνέμειναν οἱ ντὲ Μπλαθοὶ κ’ ἐκεῖνοι οἱ ντὲ Βερήθοι. Ντὲ Ἀμπὴ ἦσαν τέσσαροι ἀδελφοί, ντὲ Ἀνὴ ἦσαν ἄλλοι δύο. Ἄλλος ἦτον ντὲ Λεσπηγγὰς καὶ πλεῖστοι ἄλλοι σιργέντες· ὁμοίως καὶ ἄρχοντες Ρωμαῖοι· ἐνέμειναν κ’ ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους οὐκ ὀνομάζω σε διὰ τὴν πολυγραφίαν. 4 Chronicon of the Tocco Family Στερέωσις τῆς ἀρχῆς τῶν Τόκκων καὶ πρῶται κατακτήσεις τοῦ Καρόλου. Περὶ τὸν θάνατον τοῦ πρώτου τοῦ δουκὸς καὶ τοῦ κόντου καὶ τὸ πῶς ἔμειναν ὀρφανὰ μὲ τὴν μητέρα αὐτῶν. Ἀκούσατε γάρ, ἅπαντες, μετὰ πληροφορίας, (1) τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἀρχὴ θαυμάσια μεγάλως. Οὗτος ὁ δούκας ὁ πολύς, ὁ θαυμαστὸς καὶ μέγας βρέφος μικρὸν ηὑρίσκετον καὶ ὁ πατήρ του θνήσκει· εἶχε γὰρ καὶ αὐτάδελφον, τὸν κόντον Λεονάρδον. (5) Εἰς τὸ γάλα ἀναθρέφετον ὁ κόντος Λεονάρδος. Ἐκεῖσε γὰρ ηὑρίσκονταν, εἰς τὴν Κεφαλονίαν. Ἐπέμεινεν ἡ μήτηρ τους, ἐκείνη ἡ δουκέσσα· τὴν ἀφεντίαν ἐκράτησεν τοῦ δούκα τοῦ ἀνδρός της τιμητικὰ καὶ ἔντιμα, ὡς ἔπρεπε κυράδος. (10) Ἦτον γὰρ φρόνιμη πολλά, εὐγενικὴ εἰς ἄκρον· τὸν ἄνδρα της ἐτίμησεν, μᾶλλον τὸν ἐμαυτόν της. Πολλοὶ γὰρ τὴν ἐγύρευσαν ἀφέντες τῆς Φραγκίας, ἀλλ’ οὐκ ἠθέλησεν ποσῶς νὰ δευτερώσῃ ἄνδρα ἢ τὰ παιδία της ποσῶς νὰ θλίψῃ, νὰ λυπήσῃ· (15) ἀμὴ τὰ ἐκολάκευεν, ἐφύλαγεν μὲ πόνον. Ἐβιάζετο κατὰ παντὸς ἀφέντες νὰ τοὺς κάμῃ ’ς τὸν τόπον, εἰς τὴν ἀφεντιὰν τοῦ δούκα τοῦ πατροῦ των. … Περὶ τῶς ἔκαμαν βουλὴν οἱ Ἀλβανῖται. (57t) Βουλὴν ἐπήρασιν ὁμοιῶς τὸ γένος τὸ ἀλβάνι (57) νὰ κάμουν πρᾶξιν καὶ ὁρμὴν νὰ μποῦν εἰς τὴν Λευχάδα, ὅπως νὰ τὴν κουρσεύσουσιν καὶ νὰ τὴν ἐρημάξουν. Καὶ πάντες ἐσυνάχθησαν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, (60) διὰ θαλάσσης καὶ ξηρᾶς νὰ ὑπᾶσιν νὰ κουρσεύσουν. Κάστρον εὑρίσκεται ἐκεῖ, εἰς τὸ ἔμπα τῆς Λευχάδος· Ἁγίαν Μαύραν λέγουσιν ἐκεῖνον γὰρ τὸ κάστρο. Ἦσαν γὰρ <τότε> ἀχαμνοὶ οἱ πύργοι καὶ τὸ κάστρο, ὁμοίως καὶ τὸ πέραμα ἄφραγον τὸ καθόλου. (65) Φουσσᾶτο οὐδὲν εὑρίσκετον τὸν τόπον νὰ φυλάξῃ. Καὶ ἐτζάκισαν ἐσέβησαν εἰς τὴν Λευχάδα μέσα 5 τὰ Ἄλβανα τὰ ἄπειρα, μὲ τὸν δεσπότην, πάντα. Ἀϊλλοί, κρῖμα ὅπου ἐγίνετον, ἔδε ἁμαρτία μεγάλη! Ἐκούρσευσαν, ἐπήρασιν, ἐρήμαξαν τὸν τόπον. (70) Ἦσαν γὰρ ἄρχοντες πολλοὶ πλούσιοι τῆς Λευχάδας καὶ ἔντιμοι καὶ εὐγενεῖς ἀπὸ μεγάλα γένη· καὶ πάντες ἀνηλώθησαν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον. Μέγαν κακὸν ἐποίησαν τότε οἱ Ἀλβανῖται· οὐδὲν ἀφῆκαν πούπετε εἰς ὅλην τὴν Λευχάδα· @1 (75) ἢ <τῶν> ζώων ἢ <τῶν> κτηνῶν· ὅλα τοὺς τὰ ἠπῆραν· ὁμοίως ἐκατέκαυσαν τὰ σπίτια τῆς χώρας. Καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισεν ἡ μάχη, ἡ κακία, καὶ ἔχθρα ἐγίνη δυνατὴ μέσον τὰ δύο γένη. 6