Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς (Δημοτικό) Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν παρακάτω μορφὴ τοῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ. Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια, σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι, μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες, κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος. Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης, κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες. Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας, φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα: «Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια, παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε, γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει. Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια, τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο, τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας, μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν». Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες. «Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς, πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι». Πάρθεν ἡ Ρωμανία (Δημοτικὸ τοῦ Πόντου) Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν, οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν, ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον. Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον, ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον, Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει. Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν. «Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!» Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι -Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν. -Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον. * * * Ἑτέρα ἐκδοχή (Πρόλογος, χωρίς ρυθμό) Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν, οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν, ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν, σ᾿ Ἁγιά-Σοφιᾶς τὴν πόρταν. Ἔδειξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερόν, στὸ αἷμα βουτεμένον, καὶ σ᾿ ἄλλον τὸ φτερὸν μαθέ, χαρτὶν βαστᾷ γραμμένον, ἀτό, κανεὶς κι ἀναγνῶθ᾿, κανεὶς καὶ ξέρ᾿ντὸ λέγει, μηδὲ κι ὁ Πατριάρχης μου, μ᾿ ὅλους τοὺς πουπᾶδες. Κ᾿ ἕνα παιδίν, καλὸν παιδίν, πάει κι ἀναγνώθει, σίντα ἀναγνώθει, σίντα κλαίει, σίντα κλούει τὴν καρδίαν: - Νὰ ἠλὶ ἐμᾶς, νὰ βάι ἐμᾶς, πᾶρθεν ἡ Ρωμανίαν, (ἀρχίζει ὁ ρυθμός) νὰ ἠλὶ ἐμᾶς, νὰ βάι ἐμᾶς, οἱ Τοῦρκοι τὴ Πόλη ἐπέραν, (δίς) ἐπέραν τὸ βασιλοσκᾶν καὶ ἕνα, ἕνα παιδία (δίς) μοιρολογοῦν τὰ ἐγκλησίας, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια, (δίς) κι ἀ᾿ γιὰ δὲς τὸ Χρυσόστομον, κλαίγνει δε᾿γνὸ μὴ ῾σκᾶτε (δίς) μὴν κλαὶς Ἅη-Γιάννε μου, καὶ δε᾿γνὸ μὴ ῾σκάσε (δίς) ἡ Ρωμανίαν ἐπέρασεν, ἡ Ρωμανίαν ἐπάρθεν. (δίς) (συνεχὴς ἀλλαγὴ τοῦ ρυθμοῦ) Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο. Dostupné z: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/lamentations-constantinople.htm Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα, πιτάτε στον αέρα χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα Τούρκοι την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλονίκη Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι Πόχει τριακόσια σήμαντρα... Τρεις καλογέροι κρητικοί Τρεις καλογέροι κρητικοί, ωρέ και τρεις Αγιονορείτες καράβι ν’ α – κι αμάν αμάν, καράβι ν’ αρματώνανε Καράβι αναματώσανε σ’ ένα βαθύ λιμάνι Φωνή ακόυστη εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα: «Πήραν την Πόλη, πήραν την , πήραν τη Σαλλονίκη πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι… Καλογριά μαγέρευε Kαλογριά μαγέ- μαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι και μια φωνή, ψιλή - ψιλή φωνή, απάνωθε της λέγει. Πάψε γριά το μαγερειό κι η Πόλη θα τουρκέψει, κι ο Mουχαμπέτης θε να μπει στην Πόλη καβαλάρης. Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν τότε κι ο Tούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει. Tα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν κι ο Aμιράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλάρης.