Τὰ Ἄλογα τοῦ Ἀχιλλέως (1897) Τὸν Πάτροκλο σὰν εἴδαν σκοτωμένο, ποὺ ἦταν τόσο ἀνδρεῖος, καὶ δυνατός, καὶ νέος, ἄρχισαν τὰ ἄλογα νὰ κλαῖνε τοῦ Ἀχιλλέως∙ ἡ φύσις των ἡ ἀθάνατη ἀγανακτοῦσε γιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸ τὸ ἔργον ποὺ θωροῦσε. Τίναζαν τὰ κεφάλια των καὶ τὲς μακρυὲς χαῖτες κουνοῦσαν, τὴν γῆ χτυποῦσαν μὲ τὰ πόδια, καὶ θρηνοῦσαν τὸν Πάτροκλο ποὺ ἐνοιώθανε ἄψυχο – ἀφανισμένο – μιὰ σάρκα τώρα ποταπὴ – τὸ πνεῦμα του χαμένο – ἀνυπεράσπιστο – χωρὶς πνοὴ – εἰς τὸ μεγάλο Τίποτε ἐπιστραμένος ἀπ’ τὴν ζωή. Τὰ δάκρυα εἶδε ὁ Ζεὺς τῶν ἀθανάτων ἀλόγων καὶ λυπήθη. «Στοῦ Πηλέως τὸν γάμο» εἶπε «δὲν ἔπρεπ’ ἔτσι ἄσκεπτα νὰ κάμω∙ καλύτερα νὰ μὴν σᾶς δίναμε ἄλογά μου δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ ἐκεῖ χάμου στὴν ἄθλια ἀνθρωπότητα ποὖναι τὸ παίγνιον τῆς μοίρας. Σεῖς ποὺ οὐδὲ ὁ θάνατος φυλάγει, οὐδὲ τὸ γῆρας πρόσκαιρες συμφορὲς σᾶς τυραννοῦν. Στὰ βάσανά των σᾶς ἔμπλεξαν οἱ ἄνθρωποι.» Ὅμως τὰ δάκρυά των γιὰ τοῦ θανάτου τὴν παντοτεινὴ τὴν συμφορὰν ἐχύνανε τἀ δυὸ τὰ ζῶα τὰ εὐγενῆ. Πρέσβεις απ’ τὴν Ἀλεξάνδρεια (1918) Δὲν εἶδαν, ἐπὶ αἰῶνας, τέτοια ὡραῖα δώρα στοὺς Δελφοὺς σὰν τοῦτα ποὺ ἐστάλθηκαν ἀπὸ τοὺς δυὸ τοὺς ἀδελφούς, τούς ἀντιζήλους Πτολεμαίους βασιλεῖς. Ἀφοῦ τὰ πήραν ὅμως, ἀνησυχῆσαν οἱ ἱερεῖς γιὰ τὸν χρησμό. Τὴν πεῖραν ὅλην των θὰ χρειασθοῦν τὸ πῶς μὲ ὀξύνοιαν νὰ συνταχθεῖ, ποιός ἀπ’ τοὺς δυό, ποιὸς ἀπὸ τέτοιους δυὸ νὰ δυσαρεστηθεῖ. Καὶ συνδεδριάζουνε τὴν νύχτα μυστικὰ καὶ συζητοῦν τῶν Λαγιδῶν τὰ οἰκογενειακά. Ἀλλᾶ, ἰδοὺ οἱ πρέσβεις ἐπανῆλθαν. Χαιρετοῦν. Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπιστρέφουν, λέν. Καὶ δὲν ζητοῦν χρησμὸ κανένα. Κ’ οἱ ἱερεὶς τ’ ἀκοῦνε μὲ χαρὰ (ἐννοεῖται, ποὺ κρατοῦν τὰ δῶρα τὰ λαμπρά), ἀλλ’ εἶναι καὶ στὸ ἔπακρον ἀπορημένοι, μὴ νοιώθοντας τί ἡ ἐξαφνικὴ ἀδιαφορία αὐτὴ σημαίνει. Γιατὶ ἀγνοοῦν ποὺ χθὲς στοὺς πρέσβεις ἦλθαν νέα βαρυά. Στὴν Ρώμη δόθηκε ὁ χρησμός∙ ἔγιν’ ἐκεῖ ἡ μοιρασιά. Μάρτιαι Εἰδοὶ (1911) Τὰ μεγαλεῖα νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή. Καὶ τὲς φιλοδιξίες σου νὰ ὑπερνικήσεις ἄν δὲν μπορεῖς, μὲ δισταγμὸ καὶ προφυλάξεις νὰ τὲς ἀκολουθεῖς. Κι’ ὅσο ἐμπροστὰ προβαίνεις, τόσο ἐξεταστική, προσεκτικὴ νὰ εἶσαι. Κι ὅταν θὰ φθάσεις στὴν ἀκμή σου, Καῖσαρ πιά∙ ἔτσι περιωνύμου ἀνθρώπου σχῆμα ὅταν λάβεις, τότε κυρίως πρόσεξε σὰ βγεῖς στὸν δρόμον ἔξω, ἂν τύχει καὶ πλησιάσει ἀπὸ τὸν ὄχλο κανένας Ἀρτεμίδωρος, ποὺ φέρνει γράμμα, καὶ λέγει βιαστικὰ «Διάβασε ἐμέσως τοῦτα, εἶναι μεγάλα πράγματα ποὺ σ’ ἐνδιαφέρουν», μὴ λείψεις νὰ σταθεῖς∙ μὴ λείψεις ν’ ἀναβάλεις κάθε ὁμιλίαν ἢ δουλειά∙ μὴ λείψεις τοὺς διαφόρους ποὺ χαιρετοῦν καὶ προσκυνοῦν νὰ τοὺς παραμερίσεις (τοὺς βλέπεις πιὸ ἀργά)∙ ἂς περιμένει ἀκόμη κ’ ἡ Σύγκλητος αὐτή, κ’ εὐθὺς νὰ τὰ γνωρίσεις τὰ σοβαρά γραφόμενα τοῦ Ἀρτεμιδώρου. Ἀλεξανδρινοὶ βασιλεῖς (1912) Μαζεύθηκαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ νὰ δοῦν τῆς ΚΛεοπάτρας τὰ παιδιά, τὸν Καισαρίωνα καὶ τὰ μικρά του ἀδέρφια, Ἀλέξανδρο καὶ Πτολεμαῖο, πού πρώτη φορὰ τὰ βγάζαν ἔξω στὸ Γυμνάσιο, ἐκεῖ νὰ τὰ κηρύξουν βασιλεῖς, μὲς στὴ λαμπρὴ παράταξι τῶν στρατιωτῶν. Ὁ Ἀλέξανδρος – τὸν εἶπαν βασιλέα τῆς Ἀρμενίας, τῆς Μηδίας, καὶ τῶν Πάρθων. Ὁ Πτολεμαῖος – τὸν εἶπαν βασιλέα τῆς Κιλικίας, τῆς Συρίας, καὶ τῆς Φοινίκης. Ὁ Καισαρίων στέκονταν πιὸ ἐμπροστά, ντυμένος σὲ μετάξι τριανταφυλλί, στὸ στῆθος του ἀνθοδέσμη ἀπὸ ὑακίνθους, ἡ ζώνη του διπλὴ σειρὰ σαπφείρων κι ἀμεθύστων δεμένα τὰ ποδήματά του μ’ ἄσπρες κορδέλλες κεντημένες μὲ ροδόχροα μαργαριτάρια Αὐτὸν τὸν εἶπαν πιότερο ἀπὸ τοὺς μικρούς, αὐτὸν τὸν εἶπαν Βασιλέα τῶν Βασιλέων. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἔνοιωθαν βέβαια ποὺ ἦσαν λόγια αὐτὰ θεατρικά. Ἀλλὰ ἡ μέρα ἤτανε ζεστὴ καὶ ποιητική, ὁ οὐρανὸς ἕνα γαλάζιο ἀνοιχτό, τὸ Ἀλεξανδρινὸ Γυμνάσιον ἕνα θριαμβικὸ κατόρθωμα τῆς τέχνης, τῶν αὐλικῶν ἡ πολυτέλεια ἔκτακτη, ὁ Καισαρίων ὅλο χάρις κ’ ἐμορφιά (τῆς Κλεοπάτρας υἱός, αἷμα τῶν Λαγιδῶν)∙ κ’ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἔτρεχαν πιὰ στὴν ἑορτή, κ’ ἐνθουσιάζονταν, κ’ ἐπευφημοῦσαν ἑλληνικά, κ’ αἰγυπτιακά, καὶ ποιοὶ ἑβραίικα, γοητευμένοι μὲ τ’ ὡραῖο θέαμα – μ’ ὅλο ποὺ βέβαια ἤξευραν τί ἄξιζαν αὐτὰ, τί κούφια λόγια ἤσανε αυτὲς ἡ βασιλεῖες. Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον (1911) Σὰν ἔξαφνα ὅρα μεσάνυχτ’ ἀκουσθεῖ ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνὲς – τὴν τύχη σου ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου ποὺ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου ποὺ βγῆκαν ὅλα πλάνες μὴ άνωφέλετα θρηνήσεις. Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος, ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ φεύγει. Πρὸ πάντων να μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πὼς ἦταν ἕνα ὄνειρο, πὼς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙ μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς. Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος, σὰν ποὺ ταιριάζει σε ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο, κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα, ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοῦς ἤχους, τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου, κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ χάνεις. Ἡ διορία τοῦ Νέρωνος (1918) Δεν ἀνησύχησεν ὁ Νέρων ὅταν ἄκουσε τοῦ Δελφικοῦ Μαντείου τὸν χρησμό. «Τὰ ἑβδομήντα τρία χρόνια νὰ φοβᾶται». Εἶχε καιρὸν ἄκόμη νὰ χαρεῖ. Τριάντα χρονῶ εἶναι. Πολὺ ἀρκετὴ εἶν’ ἡ διορία ποὺ ὁ θεὸς τὸν δίδει γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τοὺ μέλλοντας κινδύνους. Τώρα στὴν Ρώμη θὰ ἐπιστρέψει κουρασμένος λίγο, ἀλλὰ ἐξαίσια κουρασμένος ἀπὸ τὸ ταξεῖδι αὐτὸ, ποὺ ἦταν ὅλο μέρες ἀπολαύσεως – στὰ θέατρα, στπὺς κήπους, στὰ γυμνάσια... Τῶν πόλεων τῆς Ἀχαΐας ἑσπέρες... Ἇ τῶν γυμνῶν σωμάτων ἡ ἡδονὴ πρὸ πάντων... Αὐτὰ ὁ Νέρων. Καὶ στὴν Ἱσπανία ὁ Γάλβας κρυφὰ τὸ στράτευμα του συναθροίζει καὶ τὸ ἀσκεῖ, ὁ γέροντας ὁ ἑβδομῆντα τριῶ χρονῶ. Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους (1904) Τι περιμένουμε στὴν ἀγορὰ συναθροισμένοι; Εἴναι οἱ βάρβαροι νὰ φθάσουν σήμερα. Γιατὶ μέσα στὴν Σύγκλητο μιὰ τέτοια ἀπραξία; Τί κάθοντ’ οἱ Συγκλητικοὶ καὶ δὲν νομοθετοῦνε; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα. Τί νόμους πια θὰ κάμουν οἱ Συγκλητικοί; Οἱ βάρβαροι σὰν ἔλθουν θὰ νομοθετήσουν. Γιατί ὁ αὐτοκράτωρ μας τόσο πρωῒ σηκώθη, καὶ κάθεται στῆς πόλεως τὴν πιὸ μεγάλη πύλη στὸν θρόνο ἐπάνω, ἐπίσημος, φορῶντας τὴν κορώνα; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα. Κι ὁ αὐτοκράτωρ περιμένει νὰ δεχθεῖ τὸν ἀρχηγό τους. Μάλιστα ἑτοίμασε γιὰ νὰ τὸν δώσει μια περγαμηνή. Ἐκεῖ τὸν ἔγραψε τίτλους πολλοὺς κι ὀνόματα. Γιατί οἱ δυό μας ὕπατοι κ’ οἱ πραίτορες ἐβγῆκαν σήμερα μὲ τὲς κόκκινες, τὲς κεντημένες τόγες∙ γιατί βραχιόλια φόρεσαν μὲ τόσους ἀμεθύστους, καὶ δαχτυλίδια μὲ λαμπρὰ γυαλιστερὰ σμαράγδια∙ γιατί νὰ πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ’ ἀσήμια καὶ μαλάματα ἔκτακτα σκαλιγμένα; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα∙ καὶ τέτοια πράγματα θαμπώνουν τοὺς βαρβάρους. Γιατί κ’ οἱ ἄξιοι ρήτορες δὲν ἔρχονται σὰν πάντα νὰ βγάλουνε τοὺς λόγους τους, νὰ ποῦνε τὰ δικά τους; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα∙ κι αὐτοὶ βαριοῦντ’ εὐφράδειες καὶ δημηγορίες. Γιατί ν’ ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτὴ ἡ ἀνησυχία κ’ ἡ σύγχυσις. (Τὰ πρόσωπα τί σοβαρὰ ποὺ ἐγίναν). Γιατί ἀδειάζουν γρήγορα οἱ δρόμοι κ’ ἡ πλατέες, κι ὅλοι γυρνοῦν στὰ σπίτια τους πολὺ συλλογισμένοι; Γιατὶ ἐνύχτωσε κ’ οἱ βάρβαροι δὲν ἦλθαν. Καὶ μερικοὶ ἔφθασαν ἀπ’ τὰ σύνορα, καὶ εἴπανε πὼς βάρβαροι πιὰ δὲν ὑπάρχουν. Καὶ τώρα τί θὰ γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις. Ὁ Ἰουλιανὸς ὁρῶν ὀλιγωρίαν (1923) «Ὁρῶν οὖν πολλὴν ὀλιγωρίαν οὖσαν ἡμῖν πρὸς τοὺς θεοὺς» – λέγει μὲ ὕφος σοβαρόν. Ὀλιγωρίαν. Μὰ τί περίμενε λοιπόν; Ὅσο ἤθελεν ἂς ἔκαμνεν ὀργάνωσι θρησκευτική, ὅσο ἤθελεν ἂς ἔγραφε στὸν ἀρχιερέα Γαλατίας, ἢ εἰς ἄλλους τοιούτους, παροτρύνων κι ὁδηγῶν. Οἱ φίλοι του δὲν ἦσαν Χριστιανοί∙ αὐτὸ ἦταν θετικόν. Μὰ δὲν μποροῦσαν κιόλας νὰ παίζουν σὰν κι αὐτόνα (τὸν Χριστιανομαθημένο) μὲ σύστημα καινούριας ἐκκλησίας, ἀστεῖον καὶ στὴν σύλληψι καὶ στὴν ἐφαρμογή. Ἕλληνες ἦσαν ἐπὶ τέλους. Μηδὲν ἄγαν, Αὔγουστε. Οὐκ ἔγνως (1928) Γιὰ τὲς θρησκευτικές μας δοξασίες – ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπε «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος. Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ’ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως∙ εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως. Ἄννα Κομνηνή (1920) Στὸν πρόλογο τῆς Ἀλεξιάδος της θρηνεῖ, γιὰ τὴν χηρεία της ἡ Ἄννα Κομνηνή. Εἰς ἴλιγγον εἶν’ ἡ ψυχή της. «Καὶ ρείθροις δακρύων» μᾶς λέγει «περιτέγγω τοὺς ὀφθαλμοῦς... Φεῦ τῶν κυμάτων» τῆς ζωῆς της, «φεῦ τῶν ἐπαναστάσεων». Τὴν καίει ἡ ὀδύνη «μέχρις ὁστέων καὶ μυελῶν καὶ μερισμοῦ ψυχῆς». Ὅμως ἡ ἀλήθεια μιοάζει ποὺ μιὰ λύπη μόνην καιρίαν ἐγνώρισεν ἡ φίλαρχη γυναῖκα∙ ἕναν καϋμὸ βαθὺ μονάχα εἶχε (κι ἂς μὴν τ’ ὁμολογεῖ) ἡ ἀγέρωχη αὐτὴ Γραικιά, ποὺ δὲν κατάφερε, μ’ ὅλην τὴν δεξιότητά της, τὴν Βασιλείαν ν’ ἀποκτήσει∙ μὰ τὴν πῆρε σχεδὸν μέσ’ ἀπ’ τὰ χέρια τὴς ὁ προπετὴς Ἰωάννης. Μανουὴλ Κομνηνός (1915) Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς μιὰ μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τὴς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη. Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος παληὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται, κι ἀπ’ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν, καὶ τὰ φορεῖ, κ’ εὐφραίνεται ποὺ δείχνεις ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου. Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύτουν, καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν ντυμένοι μὲς στὴν πίστι των σεμνότατα. Ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστὸ (1925) Πολὺ μὲ συγκινεῖ μια λεπτομέρεια στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν. Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολύτιμους λίθους (τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ’ ἡ πτώχεια) φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρὸ κομμάτια ἀπὸ ὑαλί, τὸ ταπεινὸν ἢ τὸ ἀναξιοπρεπὲς δὲν ἔχουν κατ’ ἐμὲ τὰ κομματάκια αὐτὰ ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων. Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἥρμοζε νὰ ἔχουν στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός, μιὰ Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρονίκου Ἀσάν. Θεόφιλος Παλαιολόγος (1903; ΑΠ) Ὁ τελευταῖος χρόνος εἶν’ αὐτός. Ὁ τελευταῖος τῶν Γραικῶν αὐτοκρατόρων εἶν’ αὐτός. Κι’ ἀλλοίμονον τί θλιβερὰ ποὺ ὁμιλοῦν πλησίον του. Ἐν τῇ ἀπογνώσει του, ἐν τῇ ὀδύνῃ ὁ Κὺρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει «Θέλω θανεῖν μάλλον ἢ ζῆν». Ἆ Κὺρ Θεόφιλε Παλαιολόγο πόσον καϋμὸ τοῦ γένους μας, καὶ πόςη ἐξάντλησι (πόσην ἀπηύδησιν ἀπὸ ἀδικίες καὶ κατατρεγμὸ) ἡ τραγικές σου πέντε λέξεις περιεῖχαν.