Hexametr Homér, Odysseia Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε· πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, πολλὰ δ’ ὅ γ’ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. O muži zchytralém, Múzo, mi vypravuj, který se mnoho, mnoho nabloudil světem, když posvátnou vyvrátil Tróju, mnohá uviděl města a smýšlení národů poznal, množství vytrpěl běd též na moři, trudě se v duši zápasem o svůj život a návrat milených druhů. Theodoros Prodromos (12. st.), báseň pro Annu Komnenu «Τέκνον ἐμὸν Θεόδωρε, σὺ μὲν πάις οὐδέπω οἶδας (15) οὐ κακὰ οὐδὲ μὲν ἐσθλά, θεὸς δέ σε ἐσθλὰ διδάξοι· αὐτὰρ ἐμὲ πλεόνων ἐπιγνώμονα θήκατο πεῖρα καὶ μακρότης ἐτέων καὶ ἀστατέουσα κέλευθος. πολλῶν γὰρ μερόπων ἴδον ἄστεα καὶ νόον ἔγνων, πολλὰ δ’ ἐν ἠπείροισι καὶ ἐν πελάγεσσι πόνησα, (20) πολλὰ δὲ καὶ δέλτοισι σοφῶν ἐπάλαισα παλαιῶν. Ján Kollár, Slávy dcera, Předzpěv Aj, zde leží zem ta, před okem mým smutně slzícím, Někdy kolébka, nyní národu mého rakev. Stůj noho! posvátná místa jsou, kamkoli kráčíš, K obloze, Tatry synu, vznes se vyvýše pohled. Neb raději k velikému přiviň tomu tam se dubisku, Jenž vzdoruje zhoubným až dosaváde časům. Však horší je času vzteklosti člověk, jenž berlu železnou V těchto krajích na tvou, Slávie, šíji chopil. Horší nežli divé války, hromu, ohně divější, Zaslepenec, na své když zlobu plémě kydá. Ó, věkové dávní, jako noc vůkol mne ležící, Ó, krajino, všeliké slávy i hanby plná! Od Labe zrádného k rovinám až Visly nevěrné, Od Dunaje k hltavým Baltu celého pěnám: Krásnohlasý zmužilých Slovanů kde se někdy ozýval, Aj, oněměl již, byv k ourazu zášti, jazyk. A kdo se loupeže té, volající vzhůru, dopustil? Kdo zhanobil v jednom národu lidstvo celé? Zardi se, závistná Teutonie, sousedo Slávy, Tvé vin těchto počet spáchaly někdy ruky. Dodekasyllabos Theodoros Prodromos, Katomyomachia Τί τὸν τοσοῦτον, ἀνδρικώτατοι, χρόνον (1) μένοντες εἴσω τῶν ὀπῶν ἀεννάως δείμῳ σύνεσμεν καὶ φρίκῃ καὶ δειλίᾳ καὶ δυσμόρως δίιμεν οἰκεῖον βίον, μηδὲ προκύψαι τῆς ὀπῆς ᾑρημένοι, (5) ἀλλ’ οἰκτρότατοι καὶ φόβου πεπλησμένοι βίον σκοτεινὸν ἀθλίως μυωξίαις ζῶμεν, καθώσπερ οἱ πεφυλακισμένοι, καὶ νύκτα τὸν σύμπαντα τοῦ χρόνου δρόμον μακρὰν δοκοῦμεν καὶ σκιὰν τοῦ θανάτου, (10) ὡς οἱ ζοφώδεις Κιμμέριοι τοῦ λόγου, οἳ Ποντικῶν ἔχοντες ἀμβλυωπίαν ζόφωσιν ἑξάμηνον εἷλκον τοῦ βίου; Symeon Nový Teolog, 2 Τίς ἡ ἄμετρος εὐσπλαγχνία σου, σῶτερ; (1) πῶς ἠξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι, τὸν ἀκάθαρτον. τὸν ἄσωτον, τὸν πόρνον; πῶς ἐνέδυσας στολήν με λαμπροτάτην, ἀπαστράπτουσαν αἴγλην ἀθανασίας (5) καὶ φῶς ποιοῦσαν ἅπαντά μου τὰ μέλη; Oktasyllabos Ptocholeon Έλεγον ου να μη γράψω ουδέ χείρα να κινήσω εις διήγησιν του λόγου του ανδρός του σοφοτάτου και του γέροντος εκείνου του πολλά φρονιμοτάτου η δε ση φιλικοτάτη καθραρά φιλία, λέγω είλκυσε κἀμέ προς τούτον εν αδολεσχίᾳ γράψαι, και διήγησιν προσφέρω του πτωχού ανδρός εκείνου, οίδα γαρ, καλώς γινώσκω η υπακοή του φίλου εκ ζευσούσης της καρδίας του γένεσθαι μάλλον θέλει Dekapentasyllabos Ἀγάπη θεὸς ἐστίν, οὗ μηδὲν ἄλλο κρεῖττον. Ἀρέσκει θεῷ πᾶς τις ἀγαπῶν τὸν πλησίον. Ὦ Εὐταξία, συνέτισόν με. Βίος καλὸς καὶ ἄριστος, ὃς μὴ μετέχει φθόνου· Βασίλειος δὲ νοῦς ἐστιν τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ. Ὦ Εὐταξία, συνέτισόν με. Ἐγὼ δὲ λέγω πρὸς αὐτήν: ‘Μαξιμοῦ, μὴ περάσῃς· ἀνδράσι καὶ γὰρ πέφυκεν ἔρχεσθαι πρὸς γυναῖκας· (570) ἔλθω λοιπὸν ἐγὼ πρὸς δέ, ὡς τὸ δίκαιον ἔχει.’ Πορφύρας ἐγκαλλώπισμα τῆς σὲ γαλουχησάσης καὶ τιμητὰ καὶ κοσμητὰ τοῦ διαδήματός σου — σὺ γάρ κατεπορφύρωσας ἐν τῷ σεπτῷ σου λύθρῳ τὸ πορφυροῦν σου πέδιλον, πορφυροβλάστητέ μου Άρχοντες, πλούσιοι και πτωχοί, πατέρες και μητέρες και συγγενεί οπὄχετε ύπανρες θυγατέρες περιτοπλιόν οι κορασιές που θε να παντρευτείτε γρικήσετε τα λόγια μου και κάμε να φρονείτε. Eκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι· «αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!». Tρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο, πολύ κοντά στην κορασιά, με βρόντημα μεγάλο· Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είναι η μέρα, κ' η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι. Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί. Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ θροΐζει με πολλά δρεπάνια αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.