[Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες…] Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει, στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη, στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει, μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες. Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις. Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε. Ιδανικοί αυτόχειρες Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους, διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν για τελευταία φορά τα βήματά τους. Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία. Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων, τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία των ουρανών, η ερημία των τόπων. Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση, τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε, τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει. Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το, σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει, αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει. Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος, «όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος. Ο Μιχαλιός Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη. Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία με το Μαρή και με τον Παναγιώτη. Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου». Όλο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα, άσε με να γυρίσω στο χωριό μου». Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο, αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε. Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο, το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο, σα να ’λεγε, σα να παρακαλούσε: «Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω». Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης. Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι, μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης. Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, μα του άφησαν απέξω το ποδάρι: Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος. Σταδιοδρομία Tη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο. «Oι στίχοι παρέχουν ελπίδες» θα γράψουν οι εφημερίδες. «Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου» και δίπλα σ' αυτό τ' όνομά μου. Tην ψυχή και το σώμα πάλι στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη. Aλλά, με τη δύση του ηλίου, θα πηγαίνω στου Bασιλείου. Eκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους λογίους και τους διδασκάλους. Tα λόγια μου θα 'χουν ουσία, η σιωπή μου μια σημασία. Θηρεύοντας πράγματα αιώνια, θ' αφήσω να φύγουν τα χρόνια. Θα φύγουν, και θα 'ναι η καρδιά μου σα ρόδο που επάτησα χάμου. Δημόσιοι υπάλληλοι Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία. (Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.) Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία. «Συν τη παρούση αλληλογραφία έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν. Και μονάχα η τιμή τους απομένει, όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους, το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους, σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι. (από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972)