Anonyma Cretica, Η θυσία τοῦ Ἀβραάμ (fort. sub auctore Vincenzo Cornaro). Ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ed. W. F. Bakker – A. F. van Gemert, Ηράκλειο 1996. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ Ξύπνα, Ἀβραάμ, ξύπνα, Ἀβραάμ, γείρου κι ἀπάνω στάσου, (1) μαντάτο ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σοῦ φέρνου, κι ἀφουκράσου. Ξύπνησε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ ἴσε καὶ μπιστεμένε, καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα ἐδὰ καιρὸς δὲν ἔναι. Ξύπνα καὶ γρίκησε, Ἀβραάμ, ἐκεῖνον ὁποὺ θέλει (5) Ἀφέντης ὁποὺ προσκυνοῦ καὶ τρέμουν οἱ ἀγγέλοι. Θυσίαν ἄξα καὶ καλὴ τὴ σήμερον ἡμέρα θέλει ὁ Θεὸς καὶ πεθυμᾶ ἐκ τὴ δική σου χέρα. Δὲ θέλει πλιὸ θυσίες ἀρνιῶ εἰδὲ πράματα φθαρμένα, μὰ μιὰ θυσία πεθυμᾶ σήμερον ἀπὸ σένα. (10) ’Σ τόπον ἀρνιοῦ, ’ς τόπο ριφιοῦ ὁρίζει ὁ Θεὸς καὶ θέλει νὰ θυσιάσεις, Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ τὰ μέλη. Τὸ τέκνο σου τὸ μοναχό, τὸ κανακάρικό σου, εἰσὲ θυσία τὸ ζητᾶ σήμερον ὁ Θεός σου. Καὶ ξύπνησέ το γλήγορα, μετά σου ἂς συνοδέψει, (15) κι ἀνέβα σὲ ψηλὸ βουνί, ποὺ θέλω σ’ ἀρμηνέψει· ἀνέβα το προθυμερά, κι εἰς τὴν κορφὴ σὰ φτάσεις, σφάξε τὸ τέκνο, κάψε το, καὶ βλέπε μὴ δειλιάσεις. Σπούδαξε, ξύπνα τὸ παιδὶ κι ἔπαρ’ το μετὰ σένα, ξετέλειωσε προθυμερὰ τὰ σὄχω μιλημένα. (20) Μὴν ἀνιμένεις, Ἀβραάμ, πλιὸ δεύτερο μαντάτο καὶ μὴ βαραίνεις, μὴ γρινιᾶς, γιατὶ ὁ Θεὸς γρικᾶ το. Σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ γενεῖ τούτη ἡ θυσία τυχαίνει· τέτοιας λογῆς εἶναι ὁ ὁρισμὸς κι ἡ ὀρδινιὰ δοσμένη. Ἤκουσες τὴν παραγγελιὰ τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη, (25) καὶ γείρου, κίνησε νὰ πᾶς καὶ τὴν τρομάραν ἄσ’ τη· τοῦ λογισμοῦ σου ἡ συννεφιὰ κι ἡ σκοτεινάγρα ἂς πάψει, νά ’ρθει ἡ μπιστοσύνη σου εἰς τσ’ ὀρανοὺς νὰ λάψει. ΑΒΡΑΑΜ Ὄφου, τρομάρα μὲ κρατεῖ, ζάλη μεγάλην ἔχω, κοιμούμενος ἢ ξυπνητὸς ἂν εἶμαι δὲν κατέχω. (30) Ἴντα μαντάτο μοῦ ’φερες, ἄγγελε, ἀποὺ τὸ θρόνο κι ὁρίζεις με τ’ Ἀφέντη μου νὰ κάμω τὸ δὲ σώνω; Ὦ Βασιλέα τ’ οὐρανοῦ, ἴντα γρικοῦ τ’ αὐτιά μου, ἴντά ’ναι τοῦτο τ’ ὅρισες ἐδὰ στὰ γερατειά μου; Πῶς νὰ τὸ δοῦ τὰ μάτια μου κι ἡ χέρα νὰ τὸ κάμει (35) καὶ νὰ συντρέξει τὸ κορμί, ποὺ τρέμει σὰν καλάμι; Ὄφου, μὲ ποιὰν ἀποκοτιὰ νὰ μπεῖ στὴν ὄρεξή μου, μὲ τίνος λιονταριοῦ καρδιὰ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου; Πῶς νὰ τὸ δῶ στὰ πόδια μου σὰ ρίφι νὰ ταράσσει, σὰ βόιδι νὰ μουγκίζεται, σὰν ψάρι νὰ σφαράσσει; (40) Κείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ’δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας, μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα. Ἡ Σάρρα πλιὸ δὲν ἤτονε νὰ γαστρωθεῖ κοπέλι, γιατὶ ἦτο γρὰ κι ἀνήμπορη κι ἡ φύσις δὲν τὸ θέλει. Κι ὡς ἔσμιξα στὰ γέρα τση, ὅρισες κι ἐγαστρώθη, (45) καὶ μὲ τὸ θεϊκὸ ὁρισμὸ ἡ φύσις ἐκομπώθη· κι ὀλπίζαμε οἱ ταλαίπωροι, σὰν πέσει τὸ γομάρι, νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ζεῖ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη. Κι ἐδὰ ποιὰ νά ’ναι ἡ ἀφορμὴ κι ἤλλαξες τὸ σκοπό σου κι ἐπέρασε τὸ σπλάχνος σου κι ἤφερες τὸ θυμό σου; (50) Κύριε, καὶ λυπήσου με καὶ δὲς τὰ κλάηματά μου καὶ μὴ μὲ κάμεις ἄπονο κύρη στὰ γερατειά μου. Ἀνεὶ γιὰ κρίμα ἡ χάρη σου ἀντίμεψη γυρεύγει, τιμώρησε τὸν Ἀβραάμ· τὸ τέκνο τί σοῦ φταίγει; Πέψε μου, Κύριε, φτωχειά, ἀνημποριὰ καὶ χρεία (55) καὶ τὸ παιδί μου γλύτωσε ἀπὸ τούτη τὴ θυσία. Πολλὰ μαντριὰ μοῦ ’χάρισες, στεκούμενα κι ὁρίζω κι ἄθρωπο πλοῦσο σὰν ἐμὲ στὸν κόσμο δὲ γνωρίζω. Ὅλα τὰ πλούτη καὶ καλὰ ἂς εἶναι γιαγερμένα, μὰ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς μοῦ χάρισε κι ἐμένα. (60) Ἔπαρ’, Θεέ, τὸν Ἀβραὰμ μ’ ὅ,τι κι ἂν ἀφεντεύει καὶ ζωντανὸ τὸν Ἰσαὰκ ἄφησ’ νὰ σοῦ δουλεύει. Μὴ μοῦ τὴ σβήσεις τὴ χαρὰ τὴν εἶδε τὸ κορμί μου, ὅνταν ἐφανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ παιδί μου. Κι ἂν ἔχω φταίσιμον ἐγώ, κρίματα καμωμένα, (65) μὴν τὰ πλερώσει ὁ Ἰσαὰκ τὰ σφάλματά μου ἐμένα. Καημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ, ποιὸς σοῦ ’δωκε κατάρα, σ’ ἴντα σκουντούφλα βρίσκεσαι, ἀνεμικὴ κι ἀντάρα; Ἡ μάνα ἡ κακορίζικη κοιμᾶται, δὲν κατέχει εἰδὲ γρικᾶ ἡ βαριόμοιρη ἴντα τὴν περιτρέχει. (70) Ἂς τσῆ μακρύνω ἀπὸ ’δῶ, μὴν πὰ νὰ τὸ γρικήσει καὶ πιάσει πέτρα καὶ δαρθεῖ καὶ κακοθανατίσει. Ἂς πὰ νὰ κάμω προσευκὴ τ’ Ἀφέντη ὁποὺ μ’ ὁρίζει, ὁποὺ τὰ μέσα τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ κουρφὰ γνωρίζει. Κύριε, ἀπεὶς μετάθεση δὲν ἔχει τὸ μαντάτο (75) ποὺ μοῦ ’φερεν ὁ ἄγγελος ἐδῶ στὸν κόσμο κάτω κι ἀπείτις καὶ τὸ ζήτημα ποὺ μοῦ ’καμες, Θεέ μου, δὲν ἔχει πλιὸ μετανιωμό, μὲ σπλάχνος γρίκησέ μου: ἔπαρ’ τόνε τὸν Ἰσαὰκ καὶ μὴ μοῦ τὸν ἀφήσεις, μὰ νὰ τοῦ δώσει θάνατον ὁ κύρης μὴ θελήσεις. (80) Τσῆ σάρκας εἶναι ὁ θάνατος, πάντα τόνε βαστοῦμε, καὶ νὰ τόνε ξωφεύγομε, ἐτοῦτο δὲ μποροῦμε· μὰ νὰ τὸν σφάξει ἄδικα ὁ πρικαμένος κύρης, μηδὲν τ’ ὁρίσεις, Πλάστη μου, ὁπού ’σαι νοικοκύρης. Σφαίνω καὶ φταίγω σου πολλά, γνωρίζω τὰ κακά μου, (85) πάλι ἡ ἐλεημοσύνη σου νικᾶ τὰ σφάλματά μου. Πούρι ἂ δὲν ἔναι μπορετὸ τοῦτο νὰ μεταθέσει, δῶσ’ μου καρδιὰ κι ἀποκοτιά, κι ἡ ψή μου ἂς μπορέσει γιὰ τέκνο μου τὸν Ἰσαὰκ νὰ μὴν τόνε γνωρίζω, γιατὶ ἔχω σάρκα καὶ πονῶ, κορμὶ καὶ λακταρίζω. (90) Κι ἐσύ, Θεέ, ποὺ τ’ ὅρισες, δῶσ’ δύναμη κι ἐμένα νὰ κάμω τ’ ἀνημπόρετα σήμερο μπορεμένα, νὰ τόνε δῶ ἄθος νὰ γενεῖ, νὰ μὴν ἀναδακρυώσω καὶ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς σωστὴ νὰ σοῦ τὴ δώσω. ΣΑΡΡΑ Ὦ Ἀβραάμ, ὦ Ἀβραάμ, ἴντά ’ναι τὰ δηγᾶσαι; (95) Νειρεύγεσαι γὴ ξυπνητὸς εἶσαι καὶ δὲν κοιμᾶσαι; Σίμωσε, πέ μου το κι ἐμέ. Τί ’ναι ποὺ σὲ βαραίνει; Τίς σοῦ μιλεῖ; Μὲ ποιὸν μιλεῖς; Ποιοῦ ’ναι ἡ λαλιὰ ποὺ βγαίνει; ΑΒΡΑΑΜ Γυνή μου, δὲ νειρεύγομαι, τὸ στόμα μουρμουρίζει, τὴν προσευκή μου στὸ Θεὸ κάνω ποὺ μᾶς ὁρίζει· (100) μὲ παρακάλιο προσκυνῶ, ὡσὰν κριματισμένος, τοῦ Πλάστη κάνω δέηση κλιτός, γονατισμένος. Λοιπὸ μὴ στέκεις ν’ ἀγρυπνᾶς, μὰ γύρισε, κοιμήσου, νύκτά ’ναι κι ἄμε, ἀκούμπισε εἰς τὴν ἀνάπαψή σου. ΣΑΡΡΑ Δὲν εἶν’ καιρὸς τσῆ προσευκῆς, δὲν εἶναι αὐτὰ τὰ λέγεις· (105) ἡ ἐμιλιά σου μαρτυρᾶ ἀπὸ καρδιᾶς πὼς κλαίγεις. Τὴ γλώσσα σου γρικῶ ξερή, θαμπὸ τ’ ἀνάβλεμμά σου, περιορισμένο σὲ θωρῶ ἀπὸ τ’ ἀναρίμματά σου. Δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ κείτομαι ἐδέτσι ξεγνοιασμένη, μὰ θέλω νά ’ρθω νὰ μοῦ πεῖς τί ’ναι ποὺ σὲ βαραίνει. (110) Δὲν εἶν’ καιρὸς γιὰ ἀνάπαψη, δὲν εἶν’ καιρὸς γιὰ στρῶμα, φαρμάκι ἔχεις, Ἀβραάμ, πολλὰ πρικὺ στὸ στόμα. ΑΒΡΑΑΜ Γεῖς πόνος μ’ ἔσφαξε δριμύς, μὰ ἐδὰ μὲ σφάζει κι ἄλλος, καὶ νὰ λογιάσω δὲ μπορῶ ποιὸς νά ’ναι πλιὰ μεγάλος. Τὸν ἕνα δὲν ἐδύνουμου· τσὶ δυὸ πῶς νὰ γρικήσω; (115) Ἴντα λογῆς νὰ τσῆ φανεῖ, σὰν τσῆ τὸ μολογήσω; Κύριε, ἐσὺ ποὺ τ’ ὅρισες, βόηθα τοῦ δουλευτῆ σου, μετάστρεψε τὸ βάρος σου καὶ πάψε τὴν ὀργή σου. ΣΑΡΡΑ Ἀβραάμ, δὲν εἶναι πλιὸ καιρὸς νὰ χώνεις τὰ κουρφά σου· τὰ μάτια σου τὸ μολογοῦ τὸ βάρος τσῆ καρδιᾶς σου. (120) Βαρὺ μαντάτο καὶ πρικὺ θὲς ἔχει γρικημένα· πέ το λοιπὸν καὶ μὴ δειλιᾶς, θαρρέψου μού το ἐμένα. Πέ το καὶ σκιὰς παρηγοριὰ ἐγὼ σοῦ θέλω δώσει, ἂν ἡ βουλή μου παραμπρὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ σώσει. Κι ἁπάλυνε στὰ λόγια μου κι ἄσ’ τὴ σκληριὰ τὴν τόση, (125) δῶσ’ θέλημα τσῆ γλώσσας σου νὰ μοῦ τὸ φανερώσει. Ἡ σάρκα μου εἶναι σάρκα σου, ἡ καρδιά μου εἶναι καρδιά σου, δικά μου εἶναι τὰ πάθη σου, οἱ πόνοι κι ἡ πρικιά σου. ΑΒΡΑΑΜ Ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ζητᾶς καὶ πεθυμᾶς νὰ μάθεις, μάθεις το θὲς καὶ δεῖς το θές, καημένη, σὰν τὸ πάθεις· (130) μὰ πρὶ γενεῖ, ἀποκοτιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ δὲν ἔχω, γιατὶ τὴ γνώμη σου γρικῶ, τσὶ πράξες σου κατέχω, καὶ θὲς νὰ κάμεις ταραχή, σὰ σοῦ τὸ μολογήσω, κι ὅντα βαλθῶ νὰ σοῦ τὸ πῶ, πάντα γυρίζω ὀπίσω. Τάξε μου καὶ νὰ μὴ σφαγεῖς καὶ κακοθανατίσεις (135) καὶ μηδὲ νὰ σκανταλιστεῖς, εἰς ὅ,τι κι ἂ γρικήσεις· νὰ κάμεις πέτρα τὴν καρδιά, νὰ μὴ σοῦ δώσει πόνο, καὶ τότε νὰ σοῦ δηγηθῶ ἐκεῖνο ποὺ σοῦ χώνω. ΣΑΡΡΑ Μολόγησέ μου το κι ἐμέ, ἂν ἀγαπᾶς τὴ Σάρρα, πέ μου το καὶ μηδὲ δειλιᾶς κι ἂς πάψει αὐτὴ ἡ τρομάρα· (140) καὶ νὰ μὲ δεῖς πολλὰ κλιτή, πολλὰ σιγανεμένη, ἂ μοῦ ’πες πὼς ὁ Ἰσαὰκ σήμερον ἀποθαίνει. ΑΒΡΑΑΜ Καημένη, κι ἐπροφήτεψες ὡς ἦρθες ἐκ τὸ στρῶμα κι ηὕρηκες τό ’χω στὴν καρδιά, πρὶ νὰ τὸ πεῖ τὸ στόμα. ΣΑΡΡΑ Δέ με, Ἀβραάμ, γονατιστὴ ποὺ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη (145) νὰ μοῦ τὸ πεῖς, καὶ τὴν καρδιὰ νὰ κάμω σὰ λιθάρι, ν’ ἀφουκραστῶ μ’ ἀπομονὴ κι εἰς ὅ,τι μοῦ μιλήσεις ποτὲ νὰ μὴν ἀντισταθῶ, μὰ νὰ γενεῖ τ’ ὁρίσεις. Ὅσο πλιὰ λὲς κι εἶναι βαρὺ ἐτοῦτο τὸ μαντάτο, ἐτόσο πλιὰ τὰ λογικὰ μοῦ βάνεις ἄνω κάτω, (150) κι ἐτόσο πλιὰ αὐτὴ ἡ καρδιὰ μὲ ξεκινᾶ καὶ θέλει νὰ μάθω τί ’ναι τὸ βαρὺ κακὸν ὁποὺ μᾶς μέλλει. Μὴ στέκεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ χείλη σωπασμένα, μά, νὰ χαρεῖς τὸν Ἰσαάκ, μολόγα το κι ἐμένα. ΑΒΡΑΑΜ Κάτεχε πὼς Ἀφέντης μας καὶ Πλάστης καὶ Θεός μας (155) θυσίαν ἐπεθύμησε νὰ κάμω τὸν ὑγιό μας. Τὸν Ἰσαὰκ μοῦ ’ζήτηξε, κι ὅρισε δίχως ἄλλο νὰ τόνε σφάξω κι εἰς πυρρὴ φωτιὰ νὰ τόνε βάλω· καὶ θέλει μὲ τὴ χέρα μου ὅλα νὰ τὰ τελειώσω κι ἀπάνω σὲ ψηλὸ βουνὶ εὐκαριστιὰ νὰ δώσω. (160) Λοιπὸ τὴν πρίκα, ὡς φρόνιμη, διῶξε ἀποὺ τὴν καρδιά σου, διῶξε καὶ πάσα σαρκικὴ λύπη ἀπὸ κοντά σου. Τούτη εἶναι ὀρδινιὰ Θεοῦ, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζει, τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς τέτοιας λογῆς γνωρίζει. Παρηγοροῦ, σὰ γνωστική, τίποτα μὴ βαραίνεις, (165) μόνο φκαρίστα τὸ Θεὸ εἰς ὅ,τι κι ἂν παθαίνεις. Αὐτὸς ὁρίζει ἐσὲ κι ἐμὲ καὶ θέλει τὸν ὑγιό μας· τὸ θέλημά του νὰ γενεῖ, ἀμ’ ὄχι τὸ δικό μας. Τὸ τέκνο μας δὲν εἶναι ἐμᾶς, μόν’ εἶναι πλιὰ δικό του· τώρα τὸ θέλει· ποιὸς μπορεῖ νὰ βγεῖ ἐκ τὸν ὁρισμό του; (170) ΣΑΡΡΑ Ὄφου μαντάτο, ὄφου φωνή, ὄφου καρδιᾶς λακτάρα, ὄφου φωτιὰ ποὺ μ’ ἔκαψε, ὄφου κορμιοῦ τρομάρα! Ὄφου μαχαίρια καὶ σπαθιὰ ποὺ ’μπῆκαν στὴν καρδιά μου κι ἐκάμαν ἑκατὸ πληγὲς μέσα τὰ σωθικά μου! Μὲ ποιὰν ἀπομονὴ νὰ ζῶ, νὰ μὴν ἐβγεῖ ἡ ψυχή μου, (175) ἀξάφνου μ’ ἔτοιο θάνατο νὰ χάσω τὸ παιδί μου; Κι ἂς ἤθελα γενεῖ κουφή, τυφλὴ στὰ γερατειά μου, νὰ μὴ θωροῦ τὰ μάτια μου, νὰ μὴ γρικοῦ τ’ αὐτιά μου· μὰ νὰ γρικῶ καὶ νὰ θωρῶ, ὑγιέ μου, πὼς σὲ χάνω, χίλιες πληγὲς εἰς τὴν καρδιὰ τούτη τὴν ὥρα βάνω. (180) Πῶς νὰ τὸ πλεροφορεθῶ, νὰ μὴν παραλογίσω, καὶ τὸ μαντάτο τὸ πρικὺ τίνος νὰ τὸ γρικήσω; Ὦ μεγαλότατε Κριτή, καὶ πάψε τὸ θυμό σου, στὴ σημερνὴν ἀπόφαση ἄλλαξε τὸ σκοπό σου. Τσῆ δικιοσύνης τὸ σπαθὶ βάλε το στὸ φηκάρι (185) καὶ πιάσ’ τσ’ ἐλεημοσύνης σου, ποὺ ἔχει μεγάλη χάρη· καὶ μετὰ κεῖνο κρίνε τα σήμερο τὰ κακά μας κι ἄφησ’ τὸ τέκνο μας νὰ ζεῖ τώρα στὰ γερατειά μας. Ἢ δῶσ’ μου ἐμένα θάνατο, πρὶ ν’ ἀποθάνει ἐκεῖνο, καὶ μὴν τ’ ὁρίσει ἡ χάρη σου δίχως του ν’ ἀπομείνω. (190) Ἐχάθηκέ μου ἡ δύναμη, ἐκόπη ἡ καρδιά μου, ἡ ψή μου συμμαζώνεται κι ἦρθαν τὰ ὕστερά μου. Βοηθᾶτε μου, καὶ δὲ μπορῶ, γρικῶ κι ἐβγαίνει ἡ ψή μου, ἐτέλειωσαν τὰ ἔτη μου, ἐδιάβη ἡ ζωή μου. ΑΝΤΑ Βοηθᾶτε στ’ ἀνιπόλπιστο, δοῦλοι, καὶ μαζωκτεῖτε, (195) καὶ τὴν κερά μας τὴν καλὴ πὼς ἒ νεκρὴ νὰ δεῖτε. ΤΑΜΑΡ Δὲ λὲς μὲ δίχως ἀφορμὴ — ἴντά ’χε κι ἐλιγώθη κι ἐχλώμιανεν ἡ ὄψη τση κι ὡς τοῦ νεκροῦ ἐσώθη; Πιάστε νὰ τὴ σηκώσομε, νὰ πᾶμεν εἰς τὴν κλίνη! Δὲν εἶναι τούτη γιὰ ζωή, γλήγορα μᾶς ἀφήνει. (200) ΑΒΡΑΑΜ Ὀιμὲ τὸν κακορίζικο, ὀιμὲ τὸν κακομοίρη, τὸν πονεμένο γέροντα, τὸν πρικαμένο κύρη. Ἀπάνω στσὶ καημοὺς καημὸς καὶ εἰς τσὶ πρίκες πρίκα καὶ πρὸς τὰ πρῶτα βάσανα ἄλλα πάλι μ’ εὑρῆκα. Ὁ Ἰσαὰκ ἀπόφαση ἐδόθη ν’ ἀποθάνει (205) καὶ τώρα πάλι ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὴ γυνή του χάνει. Ἐλόγιαζά το κι ἤλεγα, σὰν τσῆ τὸ φανερώσω, χάνω τη κι ἀνημπόρετον εἶναι νὰ τὴ γλυτώσω. Ἂς εἶχα μάτια σκοτεινά, αὐτιὰ νὰ μὴ φουκροῦμαι κι ἂς εἶχα σιδερὴ καρδιὰ στὸν πόλεμον ὁπού ’μαι, (210) νὰ μὴ θωρῶ τὸ γίνεται, νὰ μὴ γρικῶ τὸν πόνο, τὸν Κύριο νὰ φκαριστῶ, τὸ χρέος νὰ πλερώνω. Μά ’χει κι ἡ σάρκα μερτικὸ καὶ τὸ δικό τση θέλει, κι ἂς σκορπιστοῦν ὡσὰν καπνὸς τὰ σκοτεινά μου μέλη. Τὴ σάρκαν ὁποὺ μοῦ ’δωκες, Πλάστη καὶ Ποιητή μου, (215) ἄσ’ τηνε νὰ θαραπαγεῖ εἰς τὴ γανάκτησή μου. Ἡ ὄρεξη κι ὁ λογισμὸς εἶναι νὰ σοῦ δουλεύει, τὰ σφάλματα τσῆ σάρκας μου καὶ βάρη νὰ γιατρεύει. Μὴ στέκω πλιὸ νὰ καρτερῶ, τὸ χρέος μου ἂς πλερώσω κι ὅ,τι μοῦ ’ζήτηξε ὁ Θεὸς προθυμερὰ ἂς τοῦ δώσω. (220) Τὸ θέλημά σου νὰ γενεῖ, Κύριε, κι ὁ ὁρισμός σου κι ἀπ’ ὅ,τι εἶπες νὰ μὴ βγεῖ ὁ δοῦλος ὁ δικός σου. Ἡ χάρη σου μοῦ τό ’πεψε καὶ πάλι μοῦ τὸ παίρνει, καὶ τὰ κακὰ καὶ τ’ ἀγαθὰ ἡ χάρη σου τὰ φέρνει. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ Βλέπε μὴ σφάλεις, Ἀβραάμ, τώρα στὰ γερατειά σου, (225) τὸ τέκνο πού ’δωκε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πλιὸ τσ’ ἐξᾶς σου, ὄχι τὸ τέκνο μοναχά, ἀμὴ καὶ τὸ κορμί σου, τὸ σπίτι σου, τὸ πράμα σου, τὰ πλούτη κι ἡ γυνή σου. Ἀφέντη ἀποπάνω σου ἔχεις ὁποὺ σ’ ὁρίζει, ἐκεῖνον ὁποὺ τὰ κουρφὰ καὶ τσὶ καρδιὲς γνωρίζει. (230) Λοιπὸ μὴ στέκεις νὰ θωρεῖς, κάμε, κι ἡ ὥρα πάγει, κρέμασε τὸ σκληρὸ σπαθὶ εἰς τὸ δεξό σου πλάγι καὶ μίλησε τῶ δούλω σου μ’ ὅλη τὴν ὄρεξή σου, ἅψε φωτιὰ νὰ τὴ βαστᾶς, ξύπνησε τὸ παιδί σου καί, πρίχου ἡ Σάρρα σηκωθεῖ καὶ δεῖ τὸ μισεμό σου, (235) σπούδαξε ἐσύ, ὅσο μπορεῖς, πήγαινε στὴν ὁδό σου. ΑΒΡΑΑΜ Σιμπάν, Σοφέρ, δοῦλοι πιστοί, ξυπνᾶτε, σηκωθεῖτε, δουλειὰ σᾶς θέλω καὶ τσὶ δυό, ἐλᾶτε, μὴν ἀργεῖτε. Σπουδάξετε τὰ ζάλα σας, γιατὶ ὁ Θεὸς μὲ βιάζει νὰ κάμει ὁ νοῦς κι ἡ ὄρεξη ἐκεῖνα τὰ λογιάζει. (240) ΣΙΜΠΑΝ Ἀφέντη, ἐπά ’μεστα κι οἱ δυό, μὰ τί ’ναι τὸ σπουδάζεις καὶ μὲ φωνὴ λυπητερὴ παρὰ ποτὲ μᾶς κράζεις; Ἴντα δουλειὰ σὲ ξεκινᾶ, ἴντά ’ναι ἡ βιὰ ἡ τόση κι ἐξύπνησες κι ἐντύθηκες δυὸ ὧρες νὰ ξημερώσει; Ποτὲ ἔτοιαν ὥρα σηκωτὸ δὲ σ’ εἴδαμε κι ὡς μοιάζει (245) μαντάτο τίβοτις κακὸ θὲ νά ’ναι ποὺ σὲ βιάζει. ΑΒΡΑΑΜ τὴ βιά μου καὶ τὴ σπούδα μου καὶ τά ’χω στὴν καρδιά μου δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ τὰ μιλῶ, κρατῶ τα γιὰ δικά μου. Κάμετε ἐσεῖς μὲ προθυμιὰ τὰ σᾶσε θέλω ὁρίσει κι εἰς ὅ,τι ἡ γλώσσα μου σᾶς πεῖ κι εἰς ὅ,τι σᾶς μιλήσει. (250) Πιάσ’ ξύλα, δεματιάσετε ὀγιὰ φανὸ μεγάλο, τὸ κτῆμα μας φορτώσετε, νὰ πᾶμε ’ς τόπον ἄλλο. Θυσίαν ἐβουλήθηκα νὰ κάμω τοῦ Θεοῦ μου καὶ θέλω μὲ τοῦ λόγου μου τὴ συντροφιὰ τοῦ γιοῦ μου. Σπουδάξετε προθυμερά, νά τὴ σακούλα, πιάσ’ τη, (255) νὰ πὰ νὰ θυσιάσομε τοῦ Ποιητῆ καὶ Πλάστη. ΣΟΦΕΡ Ἀφέντη, ὁρίζεις τίποτις ἀπὸ τὰ πρόβατά σου νὰ κάμεις τὴ θυσία σου, σὰν εἶν’ τὸ μάθημά σου; Νὰ προκινήσομεν ἐμεῖς, νὰ πᾶμε στὸ κουράδι καὶ νὰ σοῦ φέρομε κριό, ἀρνὶ καὶ ρίφι ὁμάδι; (260) ΑΒΡΑΑΜ Δοῦλοι πιστοί μου, σήμερο σ’ ἐτούτη τὴ θυσία εἰδὲ κριὸς εἰδὲ ἀρνὶ εἰδὲ ρίφι κάνει χρεία. Καὶ κάμετε νὰ πηαίνομε, κι ἐγὼ τὴν ἔγνοιαν ἔχω, τ’ ἀρνὶ ποὺ θὲ νὰ σφάξομε ποῦ κείτεται κατέχω. Ἂς πὰ νὰ πιάσω τὸ σπαθί, τὸ κοφτερὸ μαχαίρι, (265) νὰ κάμω λιονταριοῦ καρδιὰ καὶ σιδερὸ τὸ χέρι· ἂς πάρω πυροβολικά, νὰ πορπατῶ, νὰ πηαίνω, θωρῶ κι ἡ ὥρα παρωρεῖ, μὴ στέκω ν’ ἀνιμένω· ἂς πηαίνω, πρίχου σηκωθεῖ ἡ λιγωμένη Σάρρα καὶ κάμει πάλι ταραχὴ καὶ σκότιση κι ἀντάρα. (270) Ἐτούτη ἡ χέρα σήμερον ἔχει νὰ θανατώσει κεῖνο τὸ τέκνο πού ’βλεπα ἥλιος νὰ μὴν τοῦ δώσει, καὶ θὲ νὰ κόψει τὸ σπαθί, ποὺ ἀκονισμένον ἔχω, ἕνα λαιμὸν ὁποὺ ἀκριβὸ πλιὰ παρὰ μέναν ἔχω. Τοῦτα τὰ πυροβολικά, ὁποὺ κρατῶ δεξά μου, (275) θὲ νὰ μοῦ κάμουσι φωτιά, νὰ κάψου τὴν καρδιά μου. Δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ καρτερῶ, ἡ ὥρα μὲ σπουδάζει, τὸ θέλημα τ’ Ἀφέντη μου κι ἡ ὀρδινιὰ μὲ βιάζει. Ἂς πὰ νὰ βρῶ τὸ τέκνο μου, γλήγορα νὰ τὸ ντύσω, νὰ τὸ ξυπνήσω νά ’ρχεται, νὰ μ’ ἀκλουθᾶ ἀποπίσω, (280) νὰ πηαίνομε σπουδακτικοὶ σήμερο στὴν ὁδό μας νὰ κάμω ὅ,τι ἐμίλησεν ἄγγελος κι ὁ Θεός μας. Δίχως ἀντάρα καὶ φωνὲς τούτη ἡ δουλειὰ ἂς γένει, ἐδὰ ποὺ ἡ Σάρρα κείτεται ἀκόμη λιγωμένη. ΑΝΤΑ Ταμάρ, θωρῶ τη τὴν κερὰ κι εἶναι ξεζαλισμένη, (285) ἤνοιξε καὶ τὰ μάτια τση, ὁπού ’το λιγωμένη. Τρέξε νὰ πᾶς στ’ ἀφέντη μας, πὲ τὸ καλὸ μαντάτο πὼς ἐνεστάθη ἡ κερὰ ἀποὺ τὸν Ἅδη κάτω. ΤΑΜΑΡ Ἀφέντη, μὴν πρικαίνεσαι, ἡ καρδιά σου μὴ βαραίνει, κι ἐξεζαλίστη ἡ κερά, ὁπού ’το λιγωμένη, (290) καὶ πάσκει ν’ ἀνεσηκωθεῖ, νά ’ρθη νὰ σ’ εὕρει θέλει, ἀμὲ θωρῶ καὶ λουκτουκιᾶ καὶ κλαίγει ὡσὰν κοπέλι. Ρωτοῦμε τη νὰ μᾶσε πεῖ ἴντά ’χει καὶ θρηνᾶται, κι ἐκείνη δὲ μᾶσε μιλεῖ, μόνο ποὺ ἀφουκρᾶται. Στρέφεται ἐπά, στρέφεται ἐκεῖ, ὡσὰν περιορισμένη, (295) καὶ φαίνεταί σου κι ἐγνοιανὸ μαντάτον ἀνιμένει. Κάμε, ἀφέντη, μὴν ἀργεῖς νά ’ρθεις νὰ τσῆ μιλήσεις κι ἔλα νὰ τήνε σπλαχνιστεῖς, νὰ τὴν παρηγορήσεις. ΑΒΡΑΑΜ Θαρρεῖ ἡ δουλεύτρα κι ἤφερε μαντάτο ποὺ μ’ ἀρέσει· ἡ Σάρρα ἐξεζαλίστηκε νά ’ρθει νὰ μὲ μπερδέσει, (300) νὰ φανερώσει τοῦ παιδιοῦ τὸ φοβερὸ μυστήριο, νὰ ξεχουρδίσει τὴ δουλειά, νὰ δώσει πλιὰ κριτήριο. Μαγάρι ἂς εἶχε κείτεσται ἀκόμη λιγωμένη, κι ἄθρωπος μὲ τὸ λίγωμα ποτὲ δὲν ἀποθαίνει· νά ’θελα πάρει τὸ παιδὶ καί, σὰν εἶχα μακρύνει, (305) ἂς ἤθελε ξεζαλιστεῖ κι αὐτὴ τὴν ὥρα ἐκείνη. ΤΑΜΑΡ Κερά μου, καλοκάρδισε, κερά μου, ξεζαλίσου, ζύγωξε τσ’ ἀναστεναγμοὺς κι ἄλλαξε τὴ βουλή σου, συνήφερε τὰ λογικά, μὴ λουκτουκιᾶς, μὴν κλαίγεις, τὰ λόγια τὰ λυπητερὰ διῶξε τα, μὴν τὰ λέγεις. (310) ΣΑΡΡΑ Ἀφῆτε με, ὁποὺ νά ’μουνε σήμερο ἀποθαμένη! Ὦ Ἀβραάμ, ὦ Ἰσαάκ, ποῦ νά ’στε μακρεμένοι; Εἰς ποιὰν ὁδὸ νὰ πορπατεῖ τὸ κανακάρικό μου καὶ τίς μοῦ τὸ ’ξενίτεψε τὸ φῶς τῶν ὀμματιῶ μου; ΤΑΜΑΡ Κερά μου, μὴν κακοκαρδεῖς, ἐπά ’ναι τὸ παιδί σου, (315) στὸ σπίτι εἶναι κι ἀφέντης μας, δὲν εἶσαι μοναχή σου. Στὸ στρῶμα εἶναι τὸ παιδί, κοιμᾶται ξεγνοιασμένο, κι ἀφέντης μας στὸν κόκαλον ἔχει σπαθὶ ζωσμένο καὶ μὲ τσὶ δούλους του μιλεῖ καὶ τσὶ δουλειές τως σάζει· μά ’χει σὰν κάποιο λογισμό, ὁποὺ τόνε πειράζει. (320) ΑΒΡΑΑΜ Πόνος παιδιοῦ, πόνος γυνῆς μὲ πολεμοῦν ὁμάδι, τσῆ Σάρρας θλίψη, δάκρυα μὲ βάνουν εἰς τὸν Ἅδη. Ἂς πάγω μέσα νὰ τὴ βρῶ, νὰ τὴν παρηγορήσω, νὰ σιγανέψει τσὶ φωνές, κι ὥρά ’ναι νὰ κινήσω. ΣΑΡΡΑ Δὲν ἔχω πλιό μου νάκαρα, ἡ δύναμή μου ἐχάθη· (325) ἐτοῦτα φέρνουν οἱ καημοί, τῶ σωθικῶ τὰ πάθη. Δὲν ἔχω πόδια νὰ σταθῶ, ζαλίζομαι νὰ πέσω, δὲν ἔχω νοῦ νὰ δέομαι καὶ νὰ παρακαλέσω. ΑΒΡΑΑΜ Ἠγαπημένη μου γυνή, μὴν κάνεις σὰν κοπέλι· τοῦτο ποὺ θὲ νὰ πάθομε Ἀφέντης μας τὸ θέλει. (330) Σίμωσε, κάτσε μετὰ μέ, μὴν κλαίγεις, μὴ θρηνᾶσαι, μὲ κλάηματα καὶ μὲ δαρμούς, καημένη, δὲ φελᾶσαι. Τὸ τέκνον ὁποὺ ἐκάμαμε δὲν εἶν’ δική μας χάρη· ὁ Πλάστης μᾶς τὸ ’χάρισε, τώρα θὲ νὰ τὸ πάρει. Τί θέλεις, ὦ βαριόμοιρη, νὰ κλαίγεις, νὰ θρηνᾶσαι, (335) καὶ τυραννᾶς με, τὸ φτωχό, κι ἐσὺ μηδὲ φελᾶσαι; Δὲν εἶν’ καιρὸς γιὰ κλάηματα, Σάρρα μου, θυγατέρα, εἶναι καιρὸς παρηγοριᾶς, ἀπομονῆς ἡμέρα. ΣΑΡΡΑ Ἴντα μυστήριο φρικτό, ἴντα καημὸς καὶ πάθος, ὅντα μοῦ ποῦσι, τέκνο μου, τὸ πὼς ἐγίνης ἄθος! (340) Ὄφου, μὲ ποιὰν ἀποκοτιὰ νὰ δυναστεῖς νὰ σφάξεις τέτοιο κορμὶ ἀκριμάτιστο καὶ νὰ μηδὲν τρομάξεις; Θέλεις το νὰ σκοτεινιαστοῦ τὰ μάτια σου, τὸ φῶς σου, καὶ νὰ νεκρώσει τὸ παιδί, νὰ ξεψυχήσει ὀμπρός σου; Μὲ ποιᾶς καρδιᾶς ἀπομονὴ ν’ ἀκούσεις τὴ φωνή του, (345) ὅντα ταράξει ὡσὰν ἀρνὶ ὀμπρός σου τὸ κορμί του; Ὄφου, παιδὶ τσ’ ἀπακοῆς, ποῦ μέλλεις νὰ στρατέψεις, ’ς ποιὸν τόπο σ’ ἐκαλέσασι νὰ πᾶς νὰ ταξιδέψεις; Κι ὣς πότε νὰ σὲ καρτερεῖ ὁ κύρης κι ἡ μητέρα, ποιὰν ἑβδομάδα, ποιὸν καιρό, ποιὸ μήνα, ποιὰν ἡμέρα; (350) Ὄφου, τὰ φύλλα τσῆ καρδιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν τρομάσσου, ὅνταν εἰς ἀλλουνοῦ παιδὶ ἀκούσω τ’ ὄνομά σου; Τέκνο μου, πῶς νὰ δυναστῶ τὴν ἀποχώρισή σου, πῶς νὰ γρικήσω ἀλλοῦ φωνὴ κι ὄχι τὴν ἐδική σου; Τέκνο μου, καὶ γιατί ’θελες νὰ λείψεις ἀπὸ μένα; (355) Ἐγίνης τόσα φρόνιμο παρὰ παιδὶ κιανένα! Τάσσω σου, ὑγιέ μου, τὸν καιρὸ ποὺ θέλω ἀκόμη ζήσει, νὰ μὴν ἀφήσω κοπελιοῦ γλώσσα νὰ μοῦ μιλήσει καὶ νὰ θωροῦ τὰ μάτια μου πάντα στσῆ γῆς τὸν πάτο καὶ νὰ θυμοῦμαι πάντοτε τὸ σημερνὸ μαντάτο. (360) ΑΒΡΑΑΜ Σάρρα, μὴ δίδεις πλιὰ καημὸ καὶ πάθος τσῆ καρδιᾶς μου καὶ κάμεις με ἀνυπόληφτο δοῦλο στὰ γερατειά μου. Μὴ μοῦ δειλιᾶς τὴν ὄρεξη, νὰ μὴ γιαγείρω ὀπίσω, πιάσω μαχαίρι καὶ σφαγῶ καὶ κακοθανατίσω. Τὸ λογισμὸ συνήφερε, τὰ σφάλματά σου φτιάσε, (365) καὶ δὲν ἀρέσου τοῦ Θεοῦ ἐτοῦτα τὰ δηγᾶσαι. Καὶ τίνος ἀντιστένεσαι, κλαίγεις καὶ δὲν ἀρνεύγεις καὶ τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁρισμοὺς κάθεσαι καὶ γυρεύγεις; Τὸ τέκνο μας, ἡ σάρκα μας, ἐμεῖς καὶ τὰ καλά μας, ὅλά ’ν’ τοῦ Πλάστη, πελελή, δὲν εἶναι ἐμᾶς δικά μας. (370) Πούρι νὰ πέψει ἡ χάρη του, σὰν πάει στὸ πρόσωπό του τούτη ἡ θυσία ποὺ μελετῶ, νὰ πάψει τὸ θυμό του. Δὲ θέλω πλιὸ νὰ καρτερῶ, δὲ θέλω ν’ ἀνιμένω, πὰ νὰ ξυπνήσω τὸ παιδί, νὰ σηκωθεῖ, νὰ πηαίνω. ΣΑΡΡΑ Ἐννιὰ μῆνες σ’ ἐβάσταξα, τέκνο μου, κανακάρη, (375) ’ς τοῦτο τὸ κακορίζικο καὶ σκοτεινὸ κουφάρι. Τρεῖς χρόνους, γιέ μου, σοῦ ’διδα τὸ γάλα τῶ βυζῶ μου, κι ἐσύ ’σουνε τὰ μάτια μου κι ἐσύ ’σουνε τὸ φῶς μου. Ἐθώρου κι ἐμεγάλωνες ὡσὰ δεντροῦ κλωνάρι κι ἐπλήθαινες στὲς ἀρετές, στὴ γνώση καὶ στὴ χάρη. (380) Καὶ τώρα, πέ μου, ποιὰ χαρὰ βούλεσαι νὰ μοῦ δώσεις; Ὡσὰ βροντή, σὰν ἀστραπὴ θὲ νὰ χαθεῖς, νὰ λιώσεις. Κι ἐγὼ πῶς εἶναι μπορετὸ δίχως σου πλιὸ νὰ ζήσω; Ποιὸ θάρρος ἔχω, ποιὰ δροσὰ στὰ γέρα μου τὰ ὀπίσω; Πόση χαρὰ τ’ ἀντρόγυνον ἐπήραμεν ἀντάμι, (385) ὅντα μᾶς εἶπεν ὁ Θεὸς τὸ πὼς σὲ θέλω κάμει! Καημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ, πόσες χαρὲς ἐξώθης, παιδάκι μου, ὅντα σ’ ἔκαμα στὴ γῆ κι ἐφανερώθης! Πῶς ἐγυρίσαν οἱ χαρὲς σὲ θλίψη ’ς μιὰν ἡμέρα, πῶς ἐσκορπίσα σὰν καπνός, σὰ νέφη στὸν ἀέρα! (390) ΑΒΡΑΑΜ Μὴν τὰ λογιάζομεν αὐτά, μέλλει του ν’ ἀποθάνει, μηδ’ ὄφελος μηδὲ καλὸ τὸ κλάημα σου τοῦ κάνει. Μόνο βαραίνεις τὸ Θεὸ καὶ χάρη δὲ μᾶς ἔχει εἰς τὴ θυσία τὴν κάνομε, γιατὶ ὅλα τὰ κατέχει. Ζύγωξε τσ’ ἀναστεναγμούς, ζύγωξε καὶ τὴν πρίκα (395) καὶ τὸ Θεὸ φκαρίστησε εἰς ὅ,τι μᾶς εὑρῆκα. ΣΑΡΡΑ Ἄγομε, νοικοκύρη μου, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸ θέλει· ἄμε καὶ νά ’ναι ἡ στράτα σας γάλα, δροσὲς καὶ μέλι· ἄμε ποὺ νὰ σ’ ἀφουκραστεῖ ὁ Θεός, νὰ σ’ ἀπακούσει, γλυκιὰ φωνὴ εἰς τὸ βουνὶ σήμερο νὰ σοῦ ποῦσι· (400) κι ἂς τάξω, δὲν τὸ ’γέννησα εἰδέ ’δα το ποτέ μου, μὰ ἕνα κερὶν ἁφτούμενον ἐκράτου κι ἤσβησέ μου. ΑΒΡΑΑΜ Κάμε καὶ μὴν πρικαίνεσαι, σπούδαξε νὰ τὸ ντύσεις καὶ φίλησε τὰ χείλη του νὰ τ’ ἀποχαιρετήσεις· ὀρδίνιασέ το γλήγορα, ντύσε το νὰ κινήσει, (405) κι ἐκεῖνος ὁποὺ τ’ ὅρισε νὰ σὲ παρηγορήσει. ΣΑΡΡΑ Ἐπά ’ν’ τὸ φῶς ὁπού ’βλεπα, ἐπὰ ἡ γλυκιά μου ζήση, τὰ μάτια τὰ δὲν ὅρισεν ὁ Πλάστης νὰ μ’ ἀφήσει· ἐπά ’ν’ τ’ ἁφτούμενο κερὶ ποὺ μελετᾶς νὰ σβήσεις καὶ τὸ κορμὶν ὁποὺ ζητᾶς νὰ κακοθανατίσεις· (410) ὡσὰν ἀρνάκι κείτεται κι ὡσὰν πουλὶ κοιμᾶται κι εἰς τοῦ κυροῦ τὴν ἀπονιὰ πολλὰ παραπονᾶται. Θωρεῖς το, νοικοκύρη μου, τὸ τέκνο τὸ καημένο τὸ πὼς ἐδὰ παρὰ ποτὲ εἶναι ἀποχλωμιασμένο; Ἰδὲ τὴν ταπεινότητα πὄχει τὸ πρόσωπό του, (415) καὶ φαίνεταί σου καὶ γρικᾶ καὶ βλέπει τὸ σφαμό του. Παιδάκι μου, καὶ νὰ θωρεῖς ὄνειρο πρικαμένο, γιὰ κεῖνο κείτεσαι κλιτὸ καὶ παραπονεμένο; Ὁλόχαρον ὀψὲς ἀργὰς σ’ ἔθεκα, καλογιέ μου, καὶ μὲ χαιράμενη καρδιὰν ἤμου παρὰ ποτέ μου· (420) ἤστεκα κι ἐκαμάρωνα τοῦ ὕπνου σου τὴ ζάλη κι ἐρέγουμου νὰ σὲ θωρῶ κι εἶχα χαρὰ μεγάλη. Ἐποκοιμούσου, τέκνο μου, παίζοντας μετὰ μένα, ’ς πολλὴ χαρὰν εὑρίσκουμου παρὰ ἄθρωπο κιανένα. Καὶ τώρα ποιά ’ναι ἡ ἀφορμὴ καὶ θέλεις νὰ μ’ ἀφήσεις (425) ὁλότυφλη καὶ σκοτεινή, τοῦ πόνου καὶ τσῆ κρίσης; ΑΒΡΑΑΜ Μὴ θέλεις μὲ τὸ κλάημα σου νὰ τοῦ ξεφανερώσεις τέτοιο μυστήριο φοβερὸ καὶ νὰ τὸ θανατώσεις· μὰ σιγανὰ τὸ ξύπνησε, τὸ κλάημα σκόλασέ το, μὲ τὰ κανάκια ντύσε το κι ἀποχαιρέτησέ το. (430) ΣΑΡΡΑ Ποιὸ πρόσωπο καὶ ποιὰ καρδιὰ νὰ δυναστεῖ νὰ χώσει τέτοιο μυστήριο φρικτό, νὰ μὴν τὸ φανερώσει; Ξύπνησε, κανακάρικο κι ἀκριβαναθρεμμένο, νὰ πᾶς εἰς τὴν ξεφάντωση ποὺ σ’ ἔχου καλεσμένο. Ντύσου, νὰ βάλεις σκολινά, ροῦχα τοῦ μισεμοῦ σου, (435) καὶ ν’ ἀκλουθᾶς τοῦ Χάρου σου, ἀμ’ ὄχι τοῦ κυροῦ σου. Τέκνο τοῦ θελημάτου μου, ποὺ νά ’χεις τὴν εὐκή μου, ὁ θάνατός σου φέρνει μου εἰς τέλος τὴ ζωή μου. Ἡ εὐκὴ τσ’ εὐκῆς μου, καλογιέ, εἰς τὰ στρατέματά σου καὶ νά ’ναι ὀμπρὸς κι ὀπίσω σου κι εἰς τὰ ποδόζαλά σου. (440) ΑΒΡΑΑΜ Σώπα, μὴν κλαίγεις, μὴ γρινιᾶς, Σάρρα, παρακαλῶ σε, κι ἄγομε, μίσεψε ἀπὸ ’δῶ καὶ τόπο μᾶσε δῶσε. Μὴν τὸ ξυπνήσεις τὸ παιδὶ μὲ τὰ πρικιά σου λόγια, μὰ κάμε σιδερὴ καρδιὰ κι ἄφησ’ τὰ μοιρολόγια. ΣΑΡΡΑ Σωπαίνω, κι ἄφησ’ με, Ἀβραάμ, κι ἐγὼ νὰ τὸ ξυπνήσω, (445) νὰ τὸ στολίσω τὸ φτωχὸ καὶ νὰ τ’ ὀμορφοντύσω. Κάλεσμα τὄχου σήμερο καὶ γάμο εἰς τὸν Ἅδη, κι ἄφησ’ νὰ καταρδινιαστεῖ, νὰ μὴν τοῦ βροῦ ψεγάδι. ΑΒΡΑΑΜ Φέρε μου ’μὲ τὰ ροῦχα του, ἐπὰ δὲ θέλω νά ’σαι μηδὲ τὰ λέγει τὸ παιδὶ νὰ στέκεις ν’ ἀφουκρᾶσαι, (450) γιατὶ δὲν εἶναι βολετό, Σάρρα, νὰ τὸ βαστάξεις, ὡσὰν τὸ δεῖς νὰ σηκωθεῖ, νὰ μὴν ἀναστενάξεις· νὰ τρέχουσι τὰ δάκρυα σου χάμαι στσῆ γῆς τὸν πάτο, καὶ τὸ παιδί ’ναι φρόνιμο καὶ παρευθὺς γρικᾶ το. Μάθημα ἔχει τὸ φτωχό, κι ὡς σηκωθεῖ, τὸ κάνει, (455) νὰ κρέμεται στὸ στῆθος σου, νὰ σὲ περιλαμπάνει· κι ἀνὲ ξυπνήσει, νὰ σὲ δεῖ, κρεμᾶται στὸ λαιμό σου καὶ φανερώνεις του ζιμιὸ καὶ λές του τὸν καημό σου. Πήγαινε, σὲ παρακαλῶ, καὶ δῶσ’ μου ἐπὰ τὰ ροῦχα, ἐδῶ ἤτανε τὰ σκολινὰ καὶ τά ’μορφα ποὺ τοῦ ’χα. (460) ΣΑΡΡΑ Τοῦτά ’ναι, ἐκεῖνα τά ’βανε πιδέξα πάσα σκόλη, ὁποὺ τὸ ’μυριορέγουντα κι ἐκαμαρῶναν το ὅλοι· τοῦτα ἔχουσι νὰ ματωθοῦ τὴ σήμερον ἡμέρα καὶ τὸ παιδὶ θὲ νὰ σφαγεῖ μὲ τοῦ κυροῦ τὴ χέρα. ΑΒΡΑΑΜ Ὦ Σάρρα, καὶ λυπήσου με κι αὐτὰ τὰ λόγια πάψε, (465) χῶσε τὰ δάκρυα σου γιὰ ’δὰ κι ὡσὰ μισέψω, κλάψε. Μὰ στοῦ Θεοῦ τὸ ζήτημα νὰ κλαίγεις, τί κερδαίνεις; Μόνο τὴν ψὴ ταλαιπωρᾶς καὶ τὸ κορμὶ βαραίνεις. Πήγαινε, λέγω, κι ὁ καιρὸς μὲ βιάζει νὰ κινήσω, νὰ τὸ ξυπνήσω σιγανὰ κι ἀγάλια νὰ τὸ ντύσω. (470) ΣΑΡΡΑ Πάγω ’ς τόπον ἀπόκρυφο· νὰ σηκωθεῖ ἐκ τὸ στρῶμα, μιὰν ὥρα θὲ νὰ τὸ κρατῶ, νὰ τὸ φιλῶ στὸ στόμα. ΑΒΡΑΑΜ Πήγαινε, Σάρρα, κι ὁ Θεὸς πάλι τὴν ἔγνοιαν ἔχει· ἂν τ’ ἀναστήσει ἀπὸ νεκρό, καημένη, ποιὸς κατέχει; Καὶ ζωντανὸ ἀπὸ τὴ φωτιά, ἂ θέλει, μᾶς τὸ βγάνει· (475) ἀγγέλοι τοῦ δουλεύγουσι κι ὅ,τι ὁρίζει κάνει. ΣΑΡΡΑ Ἀλίμονο, ἀλίμονο, ἴντά ’ναι ἡ βιὰ ἡ τόση; Παρηγοριὰ τῶν πελελῶ δίδουν ὁπὄχου γνώση. ΑΒΡΑΑΜ Ὦ Ἰσαάκ, ὦ Ἰσαάκ, ξύπνησε, τὸ παιδί μου, ξύπνησε, γείρου νὰ ντυθεῖς, ποὺ νά ’χεις τὴν εὐκή μου. (480) ΙΣΑΑΚ Τίς εἶναι ἐπά; Τίς μοῦ μιλεῖ; Τίς μὲ κουνεῖ; Ἂς μ’ ἀφήσει. Νυστάζω καὶ ζαλίζομαι, κι ἦρθε νὰ μὲ ξυπνήσει! ΑΒΡΑΑΜ Ξύπνησε, κανακάρη μου, κι ἐγώ ’μαι ποὺ σὲ κράζω· δουλειὰ σὲ θέλω βιαστική, γιὰ κεῖνο σὲ σπουδάζω. ΙΣΑΑΚ Μὴ μὲ ξυπνήσεις κι ἄσι με, κι ὕπνο γλυκὺ κοιμοῦμαι· (485) νύκτά ’ν’ πολλὴ κι ἂς θέσομε, καλέ, ν’ ἀναπαγοῦμε. Μὴ μὲ ξυπνᾶς, νὰ μὲ χαρεῖς, νὰ ζήσεις, ἀφεντάκη, μὴ μὲ πειράζεις, ἄφησ’ με νὰ κοιμηθῶ δαμάκι. ΑΒΡΑΑΜ Θωρῶ κι ἐδὰ παρὰ ποτὲ ὁ ὕπνος τὸ ζαλίζει. Κοντὸ γρικᾶ τὸ τέλος του; Γιαῦτος παραμανίζει; (490) Ξύπνησε, τὸ παιδάκι μου, νὰ πᾶμε εἰς περιβόλι, νὰ πὰ νὰ ξεφαντώσομε σήμερο πού ’ναι σκόλη. ΙΣΑΑΚ Ὄφου, ἀφεντάκη μου γλυκύ, κι ἂς μέ ’θελες ἀφήσει, καὶ μὲ τὴν ὥρα τοῦ σκολειοῦ ἐγώ ’θελα ξυπνήσει. ΑΒΡΑΑΜ Σάρρα, ἄμε, κάμε προσευκή, δέηση στὸ Θεό μας (495) καὶ κάμε πέτρα τὴν καρδιὰ ἐδὰ στὸ μισεμό μας· κι ἀνίμενέ μας νά ’ρθομε, κι ἂν τύχει νὰ γυρίσω ἀμάδι μὲ τὸν Ἰσαάκ, νὰ σὲ παρηγορήσω. ΣΑΡΡΑ Μὲ τσῆ καρδιᾶς τ’ ἀπόκτυπο θέλω σᾶς ἀνιμένει, μ’ ὅ,τι ἐγδοχὴ στὰ σίδερα ἔχουν οἱ φλακιασμένοι, (500) ὁποὺ ἀνιμένου τσῆ φλακῆς τὴν πόρτα νὰ κτυπήσει, νὰ ἔμπει μέσα ὁ δήμιος νὰ τσὶ πισταγκωνίσει, νὰ τῶσε δώσει θάνατο ἄγριο, ματωμένο· μὲ τέτοιους ἀντεροσπασμοὺς σήμερον ἀνιμένω· μὲ τέτοιον ἀποκτυπημό, ὅντα μοῦ κατακροῦσι, (505) θέλω ἀνιμένει τὸ πρικὺ μαντάτο νὰ μοῦ ποῦσι. ΑΒΡΑΑΜ Ἔλα νὰ πᾶμε, τέκνο μου, μὴ στέκομε, νὰ ζήσεις, νὰ ξεφαντώσεις σήμερο καὶ νὰ καλοκαρδίσεις. ΙΣΑΑΚ Ὁ λογισμός μου δὲ μπορεῖ κι ὁ νοῦς νὰ τὸ γρικήσει γιὰ ποιὰ ἀφορμὴ ἡ μάνα μου δὲν ἦρθε νὰ μὲ ντύσει. (510) Ἐσὺ ποτὲ δὲ μ’ ἔντυσες, βαριέσαι τὰ κοπέλια, ἀμ’ ἔντυνέ με ἡ μάνα μου μὲ χάχαρα καὶ γέλια. Καὶ τώρα ποιά ’ναι ἡ ἀφορμὴ κι ἡ μάνα μου μ’ ἐφῆκε κι εἶδα την μὲ βαρὰ καρδιὰ στὴν κάμερα κι ἐμπῆκε; ΑΒΡΑΑΜ Μέσα ὀρδινιάζει φαγητό, ποὺ θὲ νὰ μᾶσε δώσει (515) νὰ πάρομε στὴ στράτα μας: ψωμί, κρασὶ καὶ βρώση. ΙΣΑΑΚ Καὶ πέ μου το, πατέρα μου, ποῦ μελετᾶς νὰ πᾶμε, στὸ σπίτι δὲ γυρίζομεν ἀπονωρὶς νὰ φᾶμε; ΑΒΡΑΑΜ Θυσία θὲ νὰ κάμομε κι ἔναι μακρὰ δαμάκι, εἰς ἕναν τόπον ὄμορφο, εἰσὲ ψηλὸ βουνάκι· (520) γιὰ κεῖνο εἶναι ἡ μάνα σου σὰν κακοκαρδισμένη, γιατὶ εἶπα τση ξωμένομε καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένει. ΙΣΑΑΚ Πήγαινε ὀμπρός, πατέρα μου, κι ἐγὼ ἀκλουθῶ ἀποπίσω, μὰ θὲ νὰ δῶ τὴ μάνα μου, πρὶ παρὰ νὰ κινήσω. ΣΑΡΡΑ Παιδί μου, κανακάρη μου, θάρρος κι ἀπαντοχή μου, (525) παρηγοριὰ καὶ ζήση μου, ἄγομε στὴν εὐκή μου. ΙΣΑΑΚ Μάνα, τὰ τόσα σου φιλιὰ σ’ ἔγνοια πολλὴ μὲ βάνου, τὰ μάτια σου ποὺ τρέχουσι καὶ δυὸ ποτάμια κάνου. Ποιὰ πρίκα σ’ εὗρε ἀδυνατὴ καὶ κλαῖς καὶ δὲν ἀρνεύγεις κι ἀπὸ τὰ νύχια ὣς τὴν κορφὴ ὅλο μὲ πασπατεύγεις; (530) ΣΑΡΡΑ Δὲν ἔχω, γιέ μου, τίβοτις, μὴ γνοιάζεσαι, νὰ ζήσεις, καλόκαρδος εἰς τὸ βουνὶν ἄμε νὰ προσκυνήσεις. ΙΣΑΑΚ Μάνα μου, στὴν ξεφάντωση πὰ νὰ σοῦ φέρω μῆλα καὶ κλωναράκια τῶ δεντρῶ μὲ μυρισμένα φύλλα· ἂ λάχει κι ἄλλο τίβοτις ὄμορφο, σοῦ τὸ φέρνω, (535) κι ἂ μὲ γυρέψει ὁ δάσκαλος, πέ του ταχιὰ γιαγέρνω. ΣΑΡΡΑ Τοῦτα τ’ ἀπίδια μοῦ ’χασιν ἀποὺ τὰ ψὲς φερμένα καὶ ξαργιτοῦ τὰ ’φύλαγα, παιδάκι μου, γιὰ σένα ... καὶ βάλε τα στὸ στῆθος σου καὶ φά τα, ὅντε διψάσεις· ὡσὰν τὸ μέλι εἶναι γλυκιά, πιάσ’ νὰ τὰ δικιμάσεις. (540) ΙΣΑΑΚ Μάνα μου, ἴντά ’ν’ καὶ λουκτουκιᾶς καὶ κλαῖς καὶ δὲν ἀρνεύγεις; Ἴντα κακὸ μοῦ μελετᾶς κι ἴντα μοῦ προφητεύγεις; Παράξενο μοῦ φαίνεται, σ’ ἔγνοια μεγάλη μπαίνω· κοντὸ ἀνεβαίνω στὸ βουνί, μὰ κάτω δὲ γιαγέρνω; ΑΒΡΑΑΜ Ἂς πηαίνομε, παιδάκι μου, καὶ μὴν παραθεσμοῦμε, (545) καὶ τὰ καλὰ καὶ τά ’μορφα σήμερο πὰ νὰ βροῦμε. Ἡ μάνα σου ’ν’ λυπητερή, γιὰ κεῖνο δὲ σιμώνει· θωρεῖ μας πὼς μισεύγομε, γιὰ τοῦτο ἀναδακρυώνει. ΑΒΡΑΑΜ Ἄντα, Ταμάρ, σφαλίσετε κι ἀμέτε στσῆ κερᾶς σας, τώρα ἔχει χρειὰ παρὰ ποτὲ ἀποὺ τὴ συντροφιά σας· (550) μὴν ἀπομένει μοναχή, μ’ ἂς εἶστε μετὰ κείνη, γιατὶ ἔχει κάποιο λογισμό, ὁποὺ πολλὰ τὴν κρίνει. ΤΑΜΑΡ Εἰς ὅ,τι σώνει ἡ γνώση μας καὶ φτάνει ἡ ἐμιλιά μας ὅλα νὰ τὰ κοπιάσομε κι ἐμεῖς γιὰ τὴν κερά μας. ΙΣΑΑΚ Ἴντά ’ναι ἡ σπούδα, κύρη μου, πρίχου νὰ διαφωτίσει, (555) καὶ δὲν τὸν ἐνιμέναμε τὸν ἥλιο νὰ κεντήσει; ΑΒΡΑΑΜ Ἐμένα εἶπεν ὁ Θεός, ὑγιέ μου, νὰ κινήσω αὐγὴ κι εἰσὲ ψηλὸ βουνὶ νὰ πὰ νὰ προσκυνήσω καὶ νὰ σὲ πάρω συντροφιά, νὰ δεῖς πῶς θυσιάζω, νὰ πάρεις ξόμπλιν ἀπὸ μέ, νὰ διάζεις τὰ διάζω. (560) Κι ἐκίνησα, σὰν τὸ θωρεῖς, κατὰ τὴν ὀρδινιά του· κι εἰς τοῦτο, κανακάρη μου, τίς ξεύρει τὰ κουρφά του; ΙΣΑΑΚ Γιά πέ μου τον, πατέρα μου, κι ἐμὲ τὸ λογισμό σου· ἴντά ’ναι καὶ παραμιλεῖς μόνιος καὶ μοναχός σου; Τὸ πρόσωπό σου συντηρῶ, τὴν ὄψη σου ἀλλαμένη, (565) τὴν ἐμιλιά σου ταπεινὴ καὶ ὅλη βουρκωμένη· βαρὰ βαρά ’ν’ τὰ ζάλα σου, θολὸ τ’ ἀνάβλεμμά σου· πέ μου, τί παραπόνεση σκληβώνει τὴν καρδιά σου; Ὁμάδι συνοδεύγομε, ὁμάδι πορπατοῦμε καὶ τὰ καλὰ καὶ τά ’μορφα ὁμάδι πὰ νὰ βροῦμε· (570) καὶ πορπατῶ χαιράμενο καὶ καλοκαρδισμένο, κι ἐσὲ θωρῶ πολλὰ κλιτό, πολλὰ χαμηλωμένο. Πέ μου κι ἐμὲ τὴν ἀφορμή, κύρη, παρακαλῶ σε, τὸν πόνο σου ἂς μοιράσομε καὶ μερτικὸ μοῦ δῶσε, νὰ σ’ ἀλαφρώσω ἐκ τὸ πολὺ βάρος ὁποὺ σὲ κρίνει, (575) καὶ λίγο κι οὐδὲ τίβοτις πράμα νὰ σ’ ἀπομείνει. ΑΒΡΑΑΜ ’Σ μεγάλου ἀφέντη σήμερον ἔχω νὰ θυσιάσω· τὰ θὲ νὰ πῶ πρωτύτερα πρέπει νὰ τὰ λογιάσω. Ἐδά ’ν’ καιρὸς τσῆ προσευκῆς, δάκρυα δριμιὰ τυχαίνου, νὰ συμπαθήσει ὁ Κύριος πάσα κριματισμένου. (580) Ἐτοῦτες εἶναι οἱ ἀφορμὲς ποὺ εἰς λογισμοὺς μ’ ἐβάλα καὶ ποὺ θωρεῖς πὼς πορπατῶ κλιτὰ κλιτὰ τὰ ζάλα. ΣΟΦΕΡ Σιμπάν, τὸν Ἀβραὰμ θωρῶ κι ἔχει μεγάλη ζάλη· νὰ μὴν τόνε ρωτήξομε, νὰ τοῦ τὸ ποῦμε πάλι; Δὲν εἶν’ πρεπὸ νὰ βλέπομε κλιτὸ τὸ πρόσωπό του (585) καὶ νὰ μηδὲ ρωτήξομε, νὰ πεῖ τὸ λογισμό του. Σὰ δοῦλοι πού ’μαστε καλοί, ἴσοι καὶ μπιστεμένοι, τ’ ἀφέντη μας τὸν κίντυνο νὰ μάθομε τυχαίνει. Κράξε τόνε παραμεράς, Σιμπάν, καὶ ρώτηξέ τον, τὸ λογισμό του ἀλάφρωσε καὶ παρηγόρησέ τον. (590) Κι ἐγὼ μὲ τὸ παιδάριον θέλω παραμερίσει, νὰ μὴ δειλιάσει ὁ Ἀβραάμ, ἂ θὲ νὰ σοῦ μιλήσει· γιατὶ σ’ ὅ,τι μοῦ ’φάνηκε κι ἤκουσα τσῆ κερᾶς μας, ποὺ ’παραμίλειε κι ἔκλαιγε, τ’ ἀρνὶ εἶναι κοντά μας ὁποὺ ἔχει νὰ θυσιαστεῖ εἰς τὸ βουνὶν ἀπάνω· (595) ἔτσι μοῦ ’φάνη κι ἄκουσα, μαγάρι καὶ νὰ σφάνω. ΣΙΜΠΑΝ Ἴντά ’ναι αὐτάνα τὰ μιλεῖς, πῶς ἔχει αὐτὸ νὰ μοιάσει; Ὁ Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ θέλει νὰ θυσιάσει; Ὁποὺ γρικᾶ τὰ λόγια σου, κι ἄλλο νὰ μὴν κατέχει, λέγει τὸ πὼς ὁ Ἀβραὰμ τ’ ἀρνὶ βρεμένον ἔχει, (600) τὸν Ἰσαάκ, κι ἄλλο ἀρνὶ δὲ θέλει νὰ γυρέψει. Ποιὸς ἔχει γλώσσα νὰ τὸ πεῖ καὶ νοῦ νὰ τὸ πιστέψει; ΣΟΦΕΡ Ὦ Βασιλέα τ’ οὐρανοῦ, καὶ κάμε ἐλεημοσύνη, ἐτοῦτο πού ’πα τοῦ Σιμπὰν ψοματινὸ νὰ γίνει. Σιμπάν, προπάτειε, ρώτηξε νὰ δεῖς τὰ σοῦ δηγοῦμαι (605) καὶ νὰ γνωρίσεις πὼς τ’ αὐτιὰ τά ’χω γιὰ ν’ ἀφουκροῦμαι. ΣΙΜΠΑΝ Ἀφέντη, μὴ μὲ βαρεθεῖς ’ς τὰ θὲ νὰ σὲ ρωτήξω· μιὰ χάρην ἀπὸ λόγου σου βούλομαι νὰ ζητήξω: μολόγησε τὸν πόνο σου, τὰ χείλη σου ἂς τὸν ποῦσι, κι εἰς ἔτοιες χρεῖες, λέγουσι, οἱ ἀθρῶποι διαφοροῦσι. (610) Νύκτά ’ναι ἀκόμη καὶ μπορεῖ τὸ τέκνο ν’ ἀκουμπίσει, κι ἐμᾶς τῶ δουλευτάδω σου ἡ γλώσσα σου ἂς μιλήσει, ἂς φανερώσει τὰ κουρφά, νὰ τὰ γρικήσομε ὅλα, κι ἀνὲ βοηθᾶσαι μετὰ μᾶς, θανάτωσέ μας κιόλα. ΑΒΡΑΑΜ Σιμπάν, τὰ μὲ βαραίνουσι ἐσᾶς δὲν κάνει χρεία (615) σήμερο νὰ τὰ μολογῶ, γιὰ νά ’βρω σωτηρία. Δὲν ἔναι πλιὸ μετανιωμὸς εἰς ὅ,τι κι ἄνε κάμω: μαρτύροι θέλετε βρεθεῖ εἰς τοῦ παιδιοῦ τὸ γάμο. ΣΙΜΠΑΝ Ὦ Παναγιά, καὶ δὲ μπορεῖ γεῖς δοῦλος νὰ τὰ μάθει πιστός, καλὸς καὶ καρδιακός, τ’ ἀφέντη του τὰ πάθη; (620) Δὲν ξεύρεις κι ἡ παρηγοριὰ τσῆ πρίκας ἒ βοτάνι κι ὅποιος τὸ βάλη στὴν πληγή, ντελόγο τόνε γιάνει; ΑΒΡΑΑΜ Ξεκινημὸν εἰς τὴν καρδιὰ καὶ προθυμιὰ στὴ γλώσσα γρικῶ καὶ θέλω νὰ σᾶς πῶ ποιὰ νέφη μ’ ἐπλακῶσα. Καὶ σήμερο γὴ τὸ ταχύ, τούτη γὴ ἄλλην ὥρα (625) τυχαίνει νὰ μαθητευτεῖ· ἂς σᾶς τὸ πῶ καὶ τώρα. Μὰ θέλω ὀμπρὸς τὸν Ἰσαὰκ παράμερας νὰ θέσει, νὰ κοιμηθεῖ, νὰ μὴ γρικᾶ τὰ χείλη μου ἴντα λέσι. Τέκνο μου, ἂν ἐβαρέθηκες, ἀκούμπισε δαμάκι, κοιμήσου νὰ ξεκουραστεῖς ’ς τοῦτο τὸ δεντρουλάκι· (630) καὶ βάνω σου τὸ ροῦχο μου, γιατὶ εἶν’ κρυὸ τὸ χῶμα· γιά ξάνοιξε ποὺ σοῦ ’καμα ἕνα πιτήδειο στρῶμα. ΙΣΑΑΚ Ὄφου, πολλὰ ἐκουράστηκα ’ς τοῦτα τὰ λίγα ζάλα, κι ἂς θέσω ν’ ἀποκοιμηθῶ στὸ ροῦχο ποὺ μοῦ ’βάλα. ΑΒΡΑΑΜ Δοῦλοι καλοὶ καὶ μπιστικοί, τὸ πράμα τὸ ζητᾶτε, (635) νὰ σᾶς τὸ πῶ, γιατὶ θωρῶ μὲ πόθο καὶ ρωτᾶτε. Ἀπόψε τὸ μεσάνυκτο ἀπὸ φωνὴν ἀγγέλου ἤκουσα πὼς τὸ τέκνο μου εἰς τσ’ ὀρανοὺς τὸ θέλου. Τὸ τέλος του ἔχει νὰ γενεῖ μ’ ἔτοιο βαρὺ κανόνα ὁποὺ δὲν ἐγρικήθηκεν ἀκόμη στὸν αἰώνα. (640) Ὅρισε κι εἶπεν ὁ Θεὸς ἡ χέρα μου νὰ πιάσει, νὰ σφάξει, κάψει τὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸ θυσιάσει. Κι οὐδ’ εἶναι πλιὸ μετανιωμός, γιατὶ τοῦ Ποιητῆ μου θυσίαν ἄξα σήμερο τοῦ κάνω τὸ παιδί μου. Ἐμάθετέ τα τὰ κουρφὰ καὶ πλιὸ μὴ μὲ ρωτᾶτε, (645) γιατὶ μὲ σκανταλίζετε, κι ὄχι νὰ μὲ φελᾶτε. ΣΙΜΠΑΝ Ἀπεὶς δὲν εἶ μετανιωμὸς, δὲν εἶναι δικιοσύνη! Πράμα μᾶς λὲς ὁποὺ ποτὲ στὸν κόσμο δὲν ἐγίνη, νὰ σφάξει ὁ κύρης τὸ παιδί, τὸ πλιὰ ἀκριβὸ ποὺ νά ’χει καὶ νὰ τοῦ δώσει θάνατο δίχως κακιὰ καὶ μάχη. (650) Μεγάλον εἶναι καὶ βαρύ, κι ὅσοι τὸ θέλου ἀκούσει μεγάλη καταδίκαση γιὰ σένα θὲ νὰ ποῦσι. ΑΒΡΑΑΜ Δὲν εἶναι ἐπὰ μετανιωμός κι Ἀφέντης μου τὸ θέλει, ’ς τόπον ἀρνιοῦ, ’ς τόπο ριφιοῦ νὰ σφάξω τὸ κοπέλι. ΣΟΦΕΡ Ἀφέντη, λόγιασε καλὰ ἴντά ’ναι αὐτὰ τὰ κάνεις (655) καὶ τὸ παιδάκι ἄδικα μὴ θὲς νὰ τ’ ἀποθάνεις. Δὲς κι ἂν ἐπαραγρίκησες, συνήφερε τὸ νοῦ σου, κι ἐτοῦτον εἶναι φάντασμα, πείραξη τ’ ὄνειρού σου. Ὄνειρο ἦτον, Ἀβραάμ, ὄχι φωνὴ ἀγγέλου, καὶ τὰ ’νειροφαντάσματα νὰ σὲ πειράξου θέλου. (660) Πῶς εἶναι τοῦτο μπορετό, ὁ Πλάστης νὰ θελήσει τέτοιο μυστήριο νὰ γενεῖ, ποὺ κάνει δίκια κρίση; Ἡ ζυγαρὰ ἡ ἄσφαλτος, ὁποὺ τὰ δίκια κρίνει, πῶς εἶναι μπορετὸν ἐδὰ νὰ σφάλει καὶ νὰ κλίνει; Παιδιὰ κι ἐγγόνια σοῦ ’ταξεν ὁ Κύριος νὰ σοῦ δώσει, (665) κι ἐδὰ πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ τάσσιμο νὰ λιώσει; Ἡ Σάρρα, πού ’τον ἄκαρπη καὶ γρὰ κατὰ τὴ φύση μηδ’ ἦτο γιὰ νὰ γαστρωθεῖ καὶ τέκνο νὰ ποιήσει, ὁ Κύριος τὴν εὐλόγησε, καὶ μετὰ σένα ὁμάδι τὸν Ἰσαὰκ ἐσπείρετε κι ἐκάμετε ὁμάδι. (670) Κι ἡ φύσις πούρι ἐτρόμαξε νὰ δεῖ τοῦτο τὸ θάμα, κι ἐδά ’πε νὰ τὸ κάψετε; Δὲν εἶναι τέτοιο πράμα. Θυμᾶσαι πὼς σοῦ ἤταξεν ὁ Θεὸς τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ σπέρμα του, τοῦ Ἰσαάκ, σὰν τ’ ἄστρα νὰ πληθύνει καὶ ὅλοι νὰ τὸν προσκυνοῦ, μεγάλο νὰ τὸν ἔχου, (675) τὰ νέφαλα γιὰ λόγου του πάντα δροσὲς νὰ βρέχου; Κι ἐδὰ λογιάζεις ὁ Θεὸς τόνε ζητᾶ θυσία, στὰ γέρα σας κι ἀνημποριές, ὁποὺ σᾶς κάνει χρεία; Ἄσ’ το αὐτὸ τὸ μελετᾶς, ἔβγαλ’ το ἀποὺ τὸ νοῦ σου, μὴ θὲς νὰ καταδικαστεῖς, ὁπού ’σαι τοῦ καιροῦ σου. (680) Πάψε τσ’ αὐτοὺς τσὶ λογισμούς, διῶξε τσ’ ἀπὸ σιμά σου, μὴ βγάλεις τέτοιον ὄνομα ἐδὰ στὰ γερατειά σου· μὴν τὸ φονέψεις τὸ παιδὶ μὲ δίχως νὰ σοῦ φταίσει, κύρη ἄπονο κι ἀλύπητο μὴν κάμεις νὰ σὲ λέσι. Ξένοι, δικοὶ τὸ ρέγονται τὸ τέκνο, ὅσοι τὸ δοῦσι, (685) γιατὶ περίσσα γνωστικὸ παρὰ ἄλλο τὸ κρατοῦσι, ὄμορφο, ἀξαζόμενο, ἀπ’ ἀρετὲς γεμάτο, ἀφέντης ἔχει νὰ γενεῖ εἰσὲ πολὺ φουσάτο. Κι ἐσὺ πῶς εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ ματοκυλήσεις καὶ τὴν κερά μας εἰς πολλὴ κακομοιριὰ ν’ ἀφήσεις, (690) καὶ πάντα μετὰ λόγου σου βαρὰ καρδία νά ’χει; Ἀφέντη, μὴν τὸ βουληθεῖς νὰ μπεῖς εἰς τέτοια μάχη. Μὴν ἔμπεις ’ς τέτοιο πόλεμο μὲ τὴν κερὰ τὴ Σάρρα, μὴν κάμεις, ὅντα σοῦ γρικᾶ, νὰ τσῆ κολλᾶ τρομάρα, ἄπονο κύρη μὴ σὲ πεῖ κι ἀγρίκητο στὸν πόνο· (695) τὴ στράτα τὴν περιπατεῖς ἄλλαξε καὶ τὸ δρόμο. ΑΒΡΑΑΜ Σοφέρ, εἰς τοῦτα τὰ μιλεῖς τὴν ψή σου κριματίζεις καὶ τὰ δηγᾶσαι δὲ γρικᾶς, τὰ λέγεις δὲ γνωρίζεις. Σφάνεις νὰ λὲς πὼς ἤτονε ὀνειροφαντασμάτου τ’ Ἀφέντη μου οἱ παραγγελιὲς καὶ τὰ θελήματά του. (700) Καὶ τίς μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ εἰς ὅ,τι μᾶς ὁρίσει; Καὶ τὰ κουρφά του ποιὸς μπορεῖ ποτὲ νὰ τὰ γρικήσει; Στὸ ὑψηλότατο θρονὶ ὅ,τι ἀποφασίσει, ἄθρωπος δὲν τήνε γρικᾶ τὴ φοβερή του κρίση. Ἀπὸ κακὸ βγάνει καλό, χαρὰ ἀποὺ τὴ θλίψη, (705) κι ἀπ’ ὅ,τι ὁρίσει κι ὅ,τι πεῖ ἄθρωπος μὴν τοῦ λείψει. Τὸ τέκνον ὁποὺ ’ζήτηξε, πράμα δικό του θέλει· σκλάβος του ἐγώ, ἡ μάνα του, σκλάβος καὶ τὸ κοπέλι. Κιανένα πόνο δὲ γρικῶ, μά ’χω χαρὰ μεγάλη πὼς μ’ ἐσπλαχνίστη ὁ Θεὸς στὰ γερατειά μου πάλι. (710) Πλιὰ ἄξον ἐδιάλεξεν ἐμὲ παρὰ κιανέναν ἄλλο εἰς τὸ κανίσκι τὸ ζητᾶ, καὶ θέλεις νὰ τοῦ σφάλω; Ἡ σάρκα ἂν εἶναι καὶ πονεῖ, ἀπομονὴν ἂς ἔχει· γρικᾶ το ὁ λογαριασμός, ὁποὺ καλλιὰ κατέχει. Ἄπονο κύρη ἂς μὲ ποῦν οἱ γλῶσσες τῶν ἀθρώπω (715) κι ἂς κάμω τό ’πεν ὁ Θεὸς μὲ μπιστεμένο τρόπο. Τσῆ μάνας ἂν κακοφανεῖ, ἂ λυπηθεῖ, ἂν κλάψει, πάλι μὲ μέρες καὶ καιρὸ ἡ θλίψη θέλει πάψει. Κλάηματα, πόνους δὲ θωρῶ, δὲ βάνω τα στὸ νοῦ μου, γιατὶ ἔχω πάντα πεθυμιὰ ν’ ἀρέσω τοῦ Θεοῦ μου. (720) Τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς ἔτσι ἀναγυρεύει ὁ εὑρισκόμενος παντοῦ, ὁποὺ ὅλους περισσεύει. Ποιὸς νοῦς, ποιὰ γνώση δύνεται ποτὲ νὰ λογαριάσει τὰ τοῦ Θεοῦ μυστήρια κι ἔτσι ψηλὰ νὰ φτάσει; Καὶ πεθυμήσει τό ’θελα μόνος καὶ μοναχός μου (725) τὸ ζήτημα ποὺ μοῦ ’καμεν ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου. Κι ἐσύ, Σοφέρ, τώρα μοῦ λὲς ὀπίσω νὰ γυρίσω καὶ τὴ θυσία τὴ μελετῶ ἀκάμωτη ν’ ἀφήσω; Βάλε ἄλλο νοῦ καὶ λογισμό, κι ἐγὼ δὲν ἔχω πόνο, μὰ τ’ ὅρισεν Ἀφέντης μου γλήγορα ξετελειώνω. (730) Τσῆ σάρκας τὰ πλανέματα ὀπίσω μου τ’ ἀφήνω, πάντα λογιάζω στὸν Κριτή, πάντά ’μαι μετὰ κεῖνο. Καὶ κάθου ἐδῶ μὲ τὸ Σιμπάν, κι ἐγὼ μὲ τὸ κοπέλι πᾶμεν ἀπάνω στὸ βουνί, καθὼς ὁ Θεὸς τὸ θέλει· κι ἐκεῖ τὸ σφάζω νὰ καγεῖ, εὐκαριστιὰ νὰ δώσω, (735) καλόκαρδος κι ὁλόχαρος τὸ χρέος μου νὰ πλερώσω. Πὰ νὰ ξυπνήσω τὸ παιδί, θωρῶ το καὶ σαλεύγει καὶ πασπατεύγει νὰ μὲ βρεῖ, καμμυώντας μὲ γυρεύγει. ΑΒΡΑΑΜ Σηκώσου, κανακάρη μου, κι ὥρα πολλὴ κοιμᾶσαι, καὶ βάστα τούτους τσὶ δαυλούς, προθυμερὰ τσὶ πιάσε, (740) νὰ πᾶμε ἀπάνω στὸ βουνί, σήκωσ’ τσι καὶ πορπάτει, τσὶ δούλους ἂς ἀφήσομεν ἐδῶ στὸ μονοπάτι· κι ἐγὼ κι ἐσὺ νὰ κάμομε θυσία στὸ Θεό μας, γιὰ ν’ ἀπομείνει τὸ μιστὸ μόνο σ’ ἐμᾶς τσὶ δυό μας. ΙΣΑΑΚ Κύρη, τὰ πυροβολικά, θωρῶ, κρατεῖς στὸ χέρι, (745) στὸν κόκαλον ἐζώστηκες τὸ κοφτερὸ μαχαίρι, ἐγὼ σηκώνω τσὶ δαυλοὺς ὁποὺ μᾶς κάνου χρεία, μὰ ποῦ ’ν’ τ’ ἀρνί, ποῦ ’ναι ὁ κριὸς ὁποὺ θέλει ἡ θυσία; ΑΒΡΑΑΜ Παιδάκι μου, μὴ γνοιάζεσαι, κι εἰς τὸ βουνὶν ἀπάνω εἶναι τὰ ρίφια καὶ τ’ ἀρνιά, κι ἀπ’ ὅ,τι θέλω πιάνω. (750) ΙΣΑΑΚ Τρεῖς μέρες παραδέρνομε, τρεῖς μέρες πορπατοῦμε, ὥρά ’ναι νὰ σκολάσομε καὶ νὰ ξεκουραστοῦμε. ΑΒΡΑΑΜ Ὑγιέ μου, βιάζεσαι νὰ δεῖς τσῆ ψῆς σου τὴ λακτάρα, τοῦ λογισμοῦ τὴ σκότιση, τοῦ νοῦ σου τὴν ἀντάρα. Βιάζεσαι νὰ τελειώσομε τὴ στράτα τήνε πᾶμε, (755) ὁποὺ νεκρὸς πολλὰ ἄσκημος θὲ νὰ ταράξεις χάμαι. Νά τον ἐδῶ τὸν ἐγνοιανὸ τόπο τσῆ προσευκῆς μας· ρίξε τὰ ξύλα, Ἰσαάκ, κι ἤρθαμε ’ς τὸ ’πεθύμας. ΙΣΑΑΚ Ἴντά ’ναι τὰ παραμιλεῖς, τὰ σιγανὰ τὰ λέγεις; Ἴντά ’ναι καὶ σφουγγίζεσαι, ἴντά ’ναι αὐτοῦ καὶ κλαίγεις; (760) ΑΒΡΑΑΜ Ἐκεῖνον ὁποὺ μὲ ρωτᾶς νὰ σοῦ τὸ πῶ, παιδί μου, μ’ ἄσι νὰ κάμω στὸ Θεό, ὀμπρός, τὴν προσευκή μου καὶ νὰ στολίσω τράπεζα, ὀγιὰ νὰ θυσιάσω· κάθισε ἐσὺ παραμεράς, ὥστε νὰ τὰ ὀρδινιάσω. ΙΣΑΑΚ Θωρῶ σε κι εἶσαι ἀνήμπορος καὶ κατηγορημένος· (765) κι ἄσι μ’ ἐμὲ νὰ κουραστῶ, ὁπού ’μαι κρατημένος. ΑΒΡΑΑΜ Τέκνο μου, τέκνο σπλαχνικό, ποὺ ἐδὰ στὰ γερατειά μου ἤσουνε τ’ ἀπακούμπιο μου καὶ ἡ παρηγοριά μου. Ἀπείτις ἐγεννήθηκες, ἐπῆρα σὰν ἀέρα, σ’ ὅλες τσὶ πράξες σ’ εὕρηκα πάντα δεξά μου χέρα· (770) ἐσύντρεχές μου, τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ μὲ ξεκουράζεις, κι ὣς καὶ τὸν πρικαμένο σου τάφο καταρδινιάζεις. Κύριε, δῶσ’ μου ἀπομονὴ σήμερο νὰ νικήσω, γιατὶ εἰς μεγάλο πόλεμο μπαίνω νὰ πολεμήσω, καὶ μὴ μοῦ παραπονεθεῖς, ἂν κλαίω, ἂ θρηνοῦμαι· (775) τὴ σάρκα τὴν ἀθρωπινὴ βαστῶ καὶ τυραννοῦμαι. ΙΣΑΑΚ Ἔλα, ἀφεντάκη μου, νὰ δεῖς τὴν τράπεζα ἂ σ’ ἀρέσει· τ’ ἀρνὶ μόνο τσῆ λείπεται νὰ βάλομε στὴ μέση. Σπούδαξε νὰ ξετελειωθοῦν ἐτούτη τὴν ἡμέρα, καὶ λακταρίζω, πεθυμῶ νὰ πάγω στὴ μητέρα. (780) ΑΒΡΑΑΜ Γιέ μου, πνοὴ τσῆ ζήσης μου, πλιό σου δὲ θὲς γιαγείρει· ἐπόδες τη τὴ μάνα σου καὶ τὸν καημένο κύρη. ΙΣΑΑΚ Ἴντα μοῦ λές, πατέρα μου; Ὄφου, ἡ καρδιά μου ἐρράγη καὶ τὸ κορμί μου ἐπλάκωσεν ἀναλαμπὴ κι ἐκάγη. ΑΒΡΑΑΜ Τέκνο μου, δῶσε εὐκαριστιὰ εἰς ὅ,τι κι ἄνε πάθεις, (785) κι ἦρθεν ἡ ὥρα τὰ κουρφὰ ὁποὺ ζητᾶς νὰ μάθεις. Φέρε μου ἐπὰ τὰ χέρια σου νὰ τὰ γλυκοφιλήσω καὶ νὰ τὰ δέσω μὲ σκοινί, νὰ τ’ ἀποχαιρετήσω. Ἦρθεν ἡ ὥρα κι ὁ καιρὸς ποὺ μέλλει νὰ σὲ χάσω: ἐσύ ’σαι τὸ καλὸν ἀρνὶ ποὺ θὲ νὰ θυσιάσω. (790) Φέρε μου ἐπὰ τὰ χέρια σου, τὰ ποδαράκια ἀντάμα, ποὺ κοπελίστικη ἀταξιὰν ἀκόμη δὲν ἐκάμα. ΙΣΑΑΚ Πατέρα μου, ὄνομα ἄπονο στὸν κόσμο θὲ νὰ πέψεις, ἂ δὲ σκολάσεις τὸ θυμό, νὰ τόνε μεταστρέψεις. Δὲν τὸ λυπᾶσαι τὸ παιδὶ τ’ ἀκριβαναθρεμμένο; (795) Δὲν τὸ θωρεῖς πὼς εἶν’ κλιτό, πολλὰ χαμηλωμένο; Τούτη ἦτον ἡ ξεφάντωση, τοῦτο τὸ περιβόλι, ὁποὺ μ’ ἐκάλεσες προχτὲς, τὴν περασμένη σκόλη; Τοῦτα τὰ μάτια, ὁποὺ θωρεῖς καὶ τρέχου σὰν ποτάμι, τοῦτο τὸ δροσερὸ κορμί, ποὺ τρέμει σὰν καλάμι, (800) δὲν ἔχου τόση δύναμη σήμερο νὰ σὲ ποίσου νὰ μὲ γνωρίσεις γιὰ παιδί, ν’ ἀλλάξει ἡ ὄρεξή σου; Ποῦ ’ν’ τὰ σφικταγκαλιάσματα, κύρη μου; Ἐδιαβῆκα; Κι οἱ σπλαχνικὲς ἀναθροφές; Ἐξελησμονηθῆκα; Τὰ κανακοφιλήματα ποῦ μέλλει νὰ τ’ ἀφήσω, (805) ποὺ μ’ ἔβλεπες νὰ κοιμηθῶ καὶ πάλι νὰ ξυπνήσω; Γιὰ νὰ μὲ δώσεις τσῆ φωτιᾶς, ἤθρεφες τὸ κορμί μου, καὶ γιὰ νὰ κόψεις σὰ ριφιοῦ κι ἀρνιοῦ τὴν κεφαλή μου; ΑΒΡΑΑΜ Ὑγιέ μου, ὁ Παντοκράτορας ὁρίζει κι ἔτσι θέλει στὸν τόπο τοῦτο νὰ καγοῦ τὰ τρυφερά σου μέλη. (810) Συμπάθησέ μου, καλογιέ, τοῦ πρικαμένου κύρη· δὲν εἶν’ δικό μου θέλημα, ἀμ’ εἶν’ τοῦ Νοικοκύρη. ΙΣΑΑΚ Πατέρα μου, τὸ σπέρμα σου πόνεσε καὶ λυπήσου, ἔβγαλε τέτοιο λογισμὸ ἀποὺ τὴν ὄρεξή σου. Ἂ σοῦ ’φταιξα κιαμιὰ φορά, ἀπόφαση ἄλλη κάμε· (815) μὴ θέλεις νὰ μουγκαλιστῶ καὶ νὰ ταράξω χάμαι. ΑΒΡΑΑΜ Τέκνο μου, εἰς τούτη τὴ δουλειὰ Ἀφέντης μᾶς ὁρίζει, τὸν πόνο μου, τὴν πρίκα μου ἐκεῖνος τὴ γνωρίζει. Μὰ σ’ ὅ,τι ὁρίσει ἡ χάρη του ἂς τὸν εὐκαριστοῦμε καὶ μὴν τόνε βαραίνομε στὰ λόγια ὁποὺ μιλοῦμε. (820) ΙΣΑΑΚ Κατέχει το κι ἡ μάνα μου; Εἶναι μὲ θέλημά τση; Πῶς ἦτο καὶ δὲ μ’ ἔχωσε στὰ φύλλα τσῆ καρδιᾶς τση; ΑΒΡΑΑΜ Κατέχει το κι ἡ μάνα σου κι εἴμεστα συβασμένοι· τοῦτος εἶναι ὁρισμὸς Θεοῦ καὶ καθαεὶς δὲ βγαίνει. ΙΣΑΑΚ Ὄφου, πῶς τὴν ἐγνώρισα τὴν πρικαμένη μάνα! (825) Ὅντα μ’ ἀποχαιρέτησε, τὰ στήθη τση πῶς ’κάνα! Ὡσὰν ταράσσει τὸ πουλὶ εἰς τοῦ σφακτῆ τὸ χέρι, ὅντε τοῦ γγίζει στὸ λαιμὸ τὸ κοφτερὸ μαχαίρι, ἔτσι ἡ καημένη τση καρδιὰ ἤκανε, ὅντα μοῦ ’μίλειε κι ὅντα μ’ ἀποχαιρέτιζε κι ὅντα μ’ ἐγλυκοφίλειε· (830) κι ὅντα μ’ ἐπεριλάμπανε κλίνοντας εἰς τὸ στρῶμα, πρικὺ φαρμάκι ἐστάζασι τὰ χείλη καὶ τὸ στόμα· καὶ φανερὰ τὸ ’γρίκησα ἡ θυσία ἔχει βάρος κι ἐγὼ θὲ νὰ γενῶ τ’ ἀρνὶ κι ἐσύ, ἀφέντη, Χάρος. Δέσε με, κύρη μου, σφικτὰ καὶ στάσου νὰ σοῦ δείξω, (835) ὅντα ταράσσω στὸ σφαγί, μὴ λάχει νὰ σ’ ἀγγίξω καὶ πέσω ’ς τέτοιο φταίσιμο στὸν ἀποχωρισμό μου κι εὕρω το βάρος στὴν ψυχὴ ’ς τό ’σφαλα στανικῶς μου. Μ’ αὐτὴ τὴ χέρα, πού ’δεσες τοῦ Ἰσαὰκ τὰ μέλη, τὸ τέκνο σου τὴν εὐλογιὰ σήμερο τήνε θέλει· (840) κι εὐλόγησέ με ἀπὸ καρδιᾶς καὶ δῶσ’ μου τὴν εὐκή σου, κι ἂς κλάψουσι τὰ μάτια σου κι ἂς μὲ πονέσει ἡ ψή σου. ΑΒΡΑΑΜ Ἡ εὐκὴ τσ’ εὐκῆς μου, τέκνο μου, στὸν ἀπομισεμό σου, στὸ σφάμα σου, στὸ κάημα σου καὶ εἰς τὸ θάνατό σου. Τὸ θέλημα τ’ Ἀφέντη μας τελειώνομε κι οἱ δυό μας, (845) κι ἐκεῖνος νά ’ν’ βοήθεια μας στὸν ἀποχωρισμό μας. Καὶ σπούδαξε, στὴ χάρην του κάμε τὴν προσευκή σου καὶ σύγκλινε τὴν κεφαλὴ μ’ ὅλη τὴν ὄρεξή σου. Μὴ λυπηθεῖς τὴ νιότη σου καὶ τὴ ζωὴ τὴ χάνεις· χαρὰ σ’ ἐσέ, παιδάκι μου, ἀπείτις ἀποθάνεις, (850) χαρὰ σ’ ἐσέ, χαρὰ σ’ ἐσέ, ἀπείτις ξεψυχήσεις, μεγάλα πλούτη καὶ χαρὲς πὰ νὰ κλερονομήσεις. Σὰ σώσεις εἰς τοὺς οὐρανούς, ν’ ἀνοίξουσι τὴ θύρα, νὰ πᾶς μ’ ὅλη τὴ μαρτυριὰ ὀμπρὸς εἰς τοῦ Σωτήρα, τὸ αἷμα σου ν’ ἀνασταθεῖ ὀμπρὸς στὸ πρόσωπό του, (855) νὰ προσκυνᾶς καθημερνὸ τὸν τόπο τῶν ποδιῶ του. Ἐκεῖ οἱ ἅγιοι ἀγάλλονται, χαίρονται κι εὐλογοῦσι, τιμοῦσι καὶ δοξολογοῦν ὅλοι καὶ προσκυνοῦσι. Νὰ ’μπόρου νὰ ’ξεψύχησα, ὅνταν ἐβγαίνει ἡ ψή σου, καὶ νά ’ρθα ν’ ἀνεπάγηκα εἰς τὴν ἀνάπαψή σου! (860) Ἂς ἦτον ὁρισμὸς Θεοῦ νὰ μέ ’θελε κι ἐμένα, ἐδὰ νὰ ’μπῆκα στὴ φωτιά, νὰ ’καίγουμου μ’ ἐσένα! Μὰ μοναχὸ σ’ ἐζήτηξεν ἡ χάρη του ἡ μεγάλη ὀμπρός του νὰ θυσιαστεῖς καὶ νὰ γενεῖς ἀθάλη. Κάμε, παιδί μου, μὴν ἀργεῖς, τὴν προσευκή σου πέ τη, (865) τὴν κεφαλή σου στὸν κορμὸ τοῦτον ἀκούμπισέ τη. ΙΣΑΑΚ Καὶ ποῦ μὲ κράζεις, κύρη μου, νά ’ρθω νὰ γονατίσω, ’ς ποιὸ γάμο, ’ς ποιὰ ξεφάντωση, καὶ λές μου μὴ σ’ ἀργήσω; Ἀόρατε, λυπήσου με, ἄναρχε, πόνεσέ με, καὶ πολυέλεε Θεέ, τώρα ἐλευθέρωσέ με· (870) σπλαχνίσου τοὺς γονέους μου ἐδὰ στὰ γερατειά τως, δῶσ’ μου ζωὴ νὰ τὼς βοηθῶ εἰς τὴν ἀνημποριά τως. Μ’ ἂν ἔν’ καὶ σὰν ἁμαρτωλοὶ δὲ μᾶσε πρέπει χάρη, πέψε τσῆ φύσης θάνατο πάραυτας νὰ μὲ πάρει, νὰ μοῦ σφαλίσει ὁ κύρης μου τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα, (875) νὰ κάμει λάκκο τοῦ κορμιοῦ, νὰ τὸ σκεπάσει χῶμα· νὰ μὴ γρικήσω τὸ σπαθὶ νὰ κόψει τὸ λαιμό μου, μηδὲ τρομάρα φοβερὴ κι ἄγρια στὸ θάνατό μου. Δὲν εἶναι πλιὸ μετάθεση, δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη; Ἀπείτις ἔτσι τ’ ὅρισεν ὁ Κύριος ὁποὺ κρίνει, (880) μιὰ χάρη μόνο σοῦ ζητῶ στὸν ἀποχωρισμό μου: νὰ μὴ θελήσεις ἄπονα νὰ κόψεις τὸ λαιμό μου· μὰ σφάξε με κανακιστά, σιργουλιστὰ κι ἀγάλια, γιὰ νὰ θωρεῖς τὰ δάκρυα, ν’ ἀκοῦς τὰ παρακάλια· νὰ σὲ θωρῶ, νὰ μὲ θωρεῖς, νὰ δῶ ἀνὲ λακταρίζεις (885) καὶ τὸ φτωχὸ τὸν Ἰσαὰκ γιὰ τέκνο ἂ γνωρίζεις. Κι ὡσὰν ταράξω, νὰ μὲ δεῖς σὰν πρόβατον ὀμπρός σου, ἁπάλυνε τὴν ὄρεξη καὶ πάψε τὸ θυμό σου. Καὶ μὴ θελήσεις ἄπονα κι ἄλλο κακὸ νὰ πάθω: μηδὲ μὲ βάλεις στὴ φωτιά, μηδὲ μὲ κάμεις ἄθο· (890) ὡσὰ μὲ σφάξεις, μὴν καγῶ, μὴν κάμεις τέτοια κρίση, νὰ μὴν τὸ μάθει ἡ μάνα μου καὶ κακοθανατίσει. Τὸ σφάμα καὶ τὸ σκότωμα πούρι βαστάξει θέλει, μὰ τῆς φωτιᾶς ἡ μάχαιρα νεκρώνει της τὰ μέλη. Μάνα μου, καὶ νὰ ’πρόβαινες, νὰ μ’ ἔβλεπες δεμένο (895) καὶ νὰ σοῦ σύρω τὴ φωνὴ καὶ νὰ σοῦ πῶ «ἀποθαίνω!»· συμπάθιο νὰ σοῦ ’ζήτουνα, νὰ σὲ γλυκοφιλήσω καὶ νὰ σὲ σφικταγκαλιαστῶ, νὰ σ’ ἀποχαιρετήσω. Μάνα μου, πλιὸ δὲν ἔρχεσαι στὸ στρῶμα νὰ μὲ ντύσεις, νὰ μὲ ξυπνήσεις σπλαχνικὰ καὶ νὰ μὲ κανακίσεις. (900) Μισεύγω σου καὶ χάνεις με σὰ χιόνι ὅντα λύσει κι ὡσὰν ὅντα κρατεῖς κερὶ κι ἄνεμος σοῦ τὸ σβήσει. Ἐκεῖνος ὁποὺ τ’ ὅρισε νά ’ναι παρηγοριά σου καὶ πέτρα τῆς ἀπομονῆς νὰ κάμει τὴν καρδιά σου. Κύρη μου, ἀνὲ κιαμιὰ φορὰ σοῦ ’φταιξα ὡσὰν κοπέλι, (905) συμπάθησε τοῦ Ἰσαάκ, καὶ νὰ μισέψει θέλει· καὶ φίλησέ με σπλαχνικὰ καὶ δῶσ’ μου τὴν εὐκή σου καὶ τάξε πὼς κιαμιὰ φορὰν ἤμου κι ἐγὼ παιδί σου. Πῶς νὰ τὸ κάμει ἡ χέρα σου νὰ κόψει τὸ λαιμό μου καὶ πῶς νὰ τόνε δυναστεῖς τὸν ἀποχωρισμό μου; (910) Τὴ χάρη ὁποὺ σοῦ ’ζήτηξα σήμερο κάμε μού τη, ἐπάκουσε τοῦ Ἰσαὰκ σκιὰς τὴ βολὰν ἐτούτη: ἀνάδια μου, νὰ σὲ θωρῶ, ἔβγαλε τὸ μαχαίρι καὶ σίμωσέ μου το κοντά, νὰ σὲ φιλῶ στὸ χέρι. Κύρη, μὴ σφίγγεις τὸ σκοινί, ἄσ’ το ἀχαμνὸ δαμάκι (915) καὶ μὴ μὲ βιάζεις κι ἄσι με ν’ ἀκροσταθῶ λιγάκι. Ἐκείνη ἡ χέρα, ὁποὺ πολλὰ μέ ’χε κανακεμένο, τὰ μοῦ τὰ κάνει σήμερο δὲ μέ ’χει μαθημένο. Γιὰ νὰ θυμᾶσαι ὅ,τι σοῦ πῶ, γλυκὺ φιλὶ σοῦ δίδω: σήμερο τὴ μητέρα μου ἐσὲ τὴν παραδίδω. (920) Μίλειε τση, παρηγόρα τη, ἂς εἶστε πάντα ὁμάδι, καὶ πέ τση πὼς ὁλόχαρος πάγω νὰ βρῶ τὸν Ἅδη. Ὅ,τι ἐδικό μου εὑρίσκεται στὰ μέσα τοῦ σπιτιοῦ μας δῶσε τα τοῦ Ἐλισεέκ, τοῦ γειτονόπουλού μας, τὰ ροῦχα μου καὶ τὰ χαρτιά, ἄγραφα καὶ γραμμένα, (925) καὶ τὸ σεπέτι τὸ μικρὸ μ’ ὅ,τι ἔχει πράμα ἐμένα, γιατὶ εἶναι συνομήλικος καὶ συνανάθροφός μου, φίλο καλὸ καὶ σπλαχνικὸ τὸν ηὗρα στὸ σκολειό μου· καὶ κάμε νὰ τὸ δυναστεῖς, κάμε νὰ τὸ βαστάξεις εἰς τὸ ποδάρι τοῦ παιδιοῦ τὸν Ἐλισεὲκ νὰ τάξεις. (930) Ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ παραγγείλω, μόνο πὼς ἀποχαιρετῶ πάσα ἐδικὸ καὶ φίλο. Κύρη μου, ὁποὺ μ’ ἔσπειρες, καὶ πῶς δὲ μὲ λυπᾶσαι; Ὦ Πλάστη μου, βοήθα μου! Μάνα μου, καὶ ποῦ νά ’σαι; ΑΒΡΑΑΜ Μηδὲ φωνιάζεις, τέκνο μου, κι ἐμένα θανατώνεις, (935) μ’ ἂς εἶσαι ἀπομονετικός, τὸν πόνο σου νὰ χώνεις. Χαμήλωσε τὰ μάτια σου, χάμαι στὴ γῆ συντήρα, νὰ κάμομε τὸ θέλημα τ’ Ἀφέντη καὶ Σωτήρα. Κλίνε τὸ κεφαλάκι σου λιγάκι, καλογιέ μου, μὴ μὲ θωρεῖς, γιατὶ δειλιῶ. Νά τὴ θυσία, Θεέ μου! (940) Ο ΑΓΓΕΛΟΣ Ὦ Ἀβραάμ, τὴ μάχαιρα γιάγειρε στὸ φηκάρι· τσ’ ἀγγέλους ἐπερίσσεψεν ἡ ἐδική σου χάρη. Χαρὰ σ’ ἐσένα, Ἀβραάμ, κι εἰς τ’ ἄσφαλτό σου ζάλο μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς ἄλλο. Ἀβραάμ, μεγάλη ἡ πίστη σου, μεγάλη ἡ ὄρεξή σου, (945) σήμερο ἐστεφανώθηκες ἐσὺ καὶ τὸ παιδί σου· μεγάλη νίκην ἔκαμες στὸν πόλεμο ὁποὺ ’μπῆκες, νὰ σὲ πλανέσου τὰ φθαρτὰ τοῦ κόσμου δὲν ἀφῆκες. Λύσε του τὰ δεματικά, λύτρωσε τὸ κοπέλι, καὶ τὴ θυσία ποὺ μελετᾶς Ἀφέντης πλιὸ δὲ θέλει. (950) Δοῦλε πιστέ, δοῦλε καλέ, ἄντρα χαριτωμένε, εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πύργε ξετελειωμένε, ἐγνώρισεν ὁ Κύριος κι εἶδε τὴν ὄρεξή σου· εὐλογημένος νά ’σαι ἐσύ, τὸ τέκνο κι ἡ γυνή σου. Ὅσά ’ναι τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, φύλλα στὰ δέντρη ἀντάμι, (955) τόση σπορὰ τὸ τέκνο σου, παιδόγγονα νὰ κάμει. Ἐθώρειεν την ὁ Ποιητὴς τὴν πίστη σου τὴν τόση, μά ’θελε καὶ τῶν ἀλλωνῶ νὰ τήνε φανερώσει, γιατὶ χωστὸ γὴ ἀπόκρυφο τὸν Κύριο δὲν κομπώνει· κατέχει καθανὸς καρδιὰ κι εἰς πάσα τόπο σώνει. (960) Κι ἐτοῦτον ὁποὺ σ’ ὅρισε τὴν περασμένη σκόλη ἦτο γιὰ νὰ μαρτυρηθεῖς, νὰ σὲ γνωρίσουν ὅλοι, νὰ παίρνου ξόμπλιν ἀπὸ σέ, τὸν Πλάστη νὰ δοξάζου, νὰ βάνου πόθο κι ὄρεξη στσὶ πράξες νὰ σοῦ μοιάζου. ΑΒΡΑΑΜ Ὦ Βασιλεῦ τῶν οὐρανῶν, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζεις (965) καὶ τῶν ἀθρώπω τσ’ ὄρεξες καὶ τσὶ καρδιὲς γνωρίζεις, μεγάλο σπλάχνος σήμερον ἤδειξες εἰς ἐμένα· ὅ,τι ἤσφαλα τσῆ χάρης σου ἂς εἶν’ συμπαθημένα. Ἂν εἶν’ κι ἐπαραδείλιασα στὸ σφάμα τοῦ παιδιοῦ μου, τσῆ σάρκας εἶν’ τὸ φταίσιμο, ὄχι τοῦ λογισμοῦ μου. (970) Κι ἂν ἐλυπήθη κι ἤκλαψεν ἡ μάνα ἡ καημένη, σὰν ἄθρωπος ἐπόνεσε, κι ἂς εἶν’ συμπαθημένη. Καὶ τὸ σκοινί, ὁπού ’δεσα, γλήγορα νὰ τὸ λύσω καὶ τὸ παιδί, ποὺ ’σκότωνα, νὰ τὸ γλυκοφιλήσω! Τέκνο μου, ἐδὰ ποὺ σ’ ἔλυσα, ἄμε νὰ φκαριστήσεις (975) σ’ ἐκεῖνον ποὺ σ’ εὐκήθηκε ν’ ἀθεῖς καὶ νὰ καρπίσεις. Φίλειε τὴ γῆ γονατιστός, τὸν Πλάστη παρακάλει, ποὺ ὅρισε κι ἐμετάθεκε τέτοια δουλειὰ μεγάλη. Κι ἐγὼ θωρῶ μέσ’ στὰ κλαδιὰ καὶ στέκει ἕνα κριάρι· ἀντὶς γιὰ σένα τό ’πεψεν ἡ ἐδική του χάρη· (980) ὁ Πλάστης μᾶς τὸ ’χάρισε σὲ τούτη μας τὴ χρεία, μὴν κατεβοῦμε ἐκ τὸ βουνὶ μὲ δίχως τὴ θυσία. Κι ἐδὰ κινῶ χαιράμενος καὶ πάγω νὰ τὸ πιάσω, ’ς τόπον ἐσένα γλήγορα νὰ τοῦ τὸ θυσιάσω. ΙΣΑΑΚ Εὐλογημένε Σαβαώθ, δοξάζω τ’ ὄνομά σου, (985) φύλλο δὲν πέφτει ἐκ τὸ δεντρὸ χωρὶς τὸ θέλημά σου. Ἐκεῖνον ὁποὺ δὲ μπορεῖ ἡ ἐδική μου γνώση κι ἡ γλώσσα μου ’ς τόση χαρὰ νὰ σοῦ ξεφανερώσει, εἰς τὴν καρδιά μου ξάνοιξε, κι ἐκεῖ θωρεῖς γραμμένα ὅ,τι ἔχω μὲ τὸ λογισμὸ τσῆ χάρης σου ’πωμένα. (990) ΑΒΡΑΑΜ Δὲ τὸν κριό, παιδάκι μου, τὰ πόδια του δεμένα· τοῦτον ἐπῆρα σ’ ἀλλαξὰ σήμερον ὀγιὰ σένα. Τώρα τὸ σφάζω νὰ γενεῖ θυσία τελειωμένη, κάρβουνο νὰ κατασταθεῖ καὶ ἄθος, ὡς τυχαίνει. Ἔλα σιμὰ νὰ σ’ εὐκηθῶ, ζήση μου καὶ πνοή μου, (995) παιδὶ τοῦ θελημάτου μου, ποὺ νά ’χεις τὴν εὐκή μου. Ἡ εὐκὴ τσ’ εὐκῆς μου μετὰ σέ, νά ’ναι παιδιῶ παιδιῶ σου καὶ νά ’ναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πάντα στὸ λογισμό σου· κι εἰς ὅ,τι δώσει ἡ χάρη του, σ’ ἐκεῖνο ποὺ θελήσει ποτέ σου νὰ μηδὲν ἐβγεῖς ἀπ’ ὅ,τι θέλει ὁρίσει· (1000) καὶ νὰ πληθύνεις στὰ καλά, τὰ πλούτη καὶ τὸ βιό σου, νά ’σαι κλιτὸς καὶ ταπεινός, προθυμερὸς στὸ Θεό σου. ΙΣΑΑΚ Ὦ μάνα μου, καὶ τί γλυκὺ μαντάτο σ’ ἀνιμένει! Ὅντα μ’ ἀποχαιρέτησες, ἤσουν ἀποθαμένη. Σπούδαξε, κύρη, ὅσο μπορεῖς, κάμε, κι ἡ ὥρα πάγει, (1005) καὶ τίς κατέχει ἂν ἤπιασε μαχαίρι καὶ νὰ ’σφάγη! Μὴν τὸ παραθεσμήσομεν ἐτοῦτο τὸ μαντάτο, ὁπού ’ναι μέλι καὶ δροσές, χαρὲς ὅλο γεμάτο. ΑΒΡΑΑΜ Ἂς πηαίνομε σπουδακτικά, ποσῶς μὴν καρτεροῦμε, μὰ ὀμπρὸς τοὺς δουλευτάδες μας εἶναι πρεπὸ νὰ βροῦμε, (1010) γιὰ νὰ χαροῦ τὰ μέλη τως, πού ’σαν χολικεμένα· τὸ θάνατό σου ἐκλαίγασι μὲ πόνο, σὰν κι ἐμένα. Καὶ παρευθὺς νὰ πέψομεν ἕναν τως νὰ σπουδάξει καὶ τὸ μαντάτο γλήγορα τσῆ μάνας σου νὰ φτάξει καὶ νὰ φωνιάξει ἀπομακράς: «Δόξα Θεοῦ καὶ χάρη, (1015) ἐγλύτωσεν ὁ Ἰσαὰκ κι ἐσφάγη τὸ κριάρι!» ΣΙΜΠΑΝ Δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ στέκομεν ἐδέτσι ξεγνοιασμένοι, μ’ ἂς δοῦμε τί ’γενήκασιν οἱ κακαποδομένοι. Ἂς πᾶμε νὰ τοὺς εὕρομε εἰς τὸ βουνὶν ἀπάνω· τ’ ἀφέντη τὴν παραγγελιὰ γιὰ τώρα δὲν τὴν κάνω. (1020) Εἶπε νὰ στέκομεν ἐδῶ, ὥστε ποὺ νὰ γιαγείρει, μ’ ἂς πᾶμε νὰ τὸν εὕρομε τὸν πρικαμένο κύρη, γιατί, σὰ σφάξει τὸ παιδί, νὰ γένει ἡ θυσία, παρηγοριὲς πολλῶ λογιῶ τοῦ κάνουσίνε χρεία. Ἂν ἀπομείνει μοναχός, σφάζεται δίχως ἄλλο· (1025) καί, κάτεχέ το, δὲ βαστᾶ τέτοιο καημὸ μεγάλο. ΣΟΦΕΡ Ἂς πηαίνομε προθυμερά, τούτη ἡ βουλὴ μ’ ἀρέσει— Μὰ σώπα, αὐτοὶ ὁπού ’ρχονται, γελούσινε γὴ κλαῖσι; Ἐτοῦτος εἶναι ὁ Ἀβραάμ· τίς τ’ ἀκλουθᾶ ἀποπίσω; Σιμπάν, δὲν εἶναι ὁ Ἰσαάκ; Ἄφησ’ νὰ τοῦ γρικήσω. (1030) Ὦ Βασιλέα τ’ οὐρανοῦ, τιμὴ καὶ δόξα νά ’χεις, ἐγλύτωσες τὸν Ἰσαάκ, πού ’το παιδὶ τσῆ μάχης! Χαρὰ στὴ μοίρα σου, Ἀβραάμ, ἐδὰ στὰ γερατειά σου, μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου, μὲ τὰ καμώματά σου! ΑΒΡΑΑΜ Καλὰ συναπαντήματα, δοῦλοι μου, καὶ χαρεῖτε, (1035) τὸν Θεὸν εὐκαριστήσετε κι αὐτὸν δοξολογεῖτε. Ἄμε, Σιμπάν, ὀγλήγορα, κι ἐκεῖ θέλεις φωνιάξει γλυκιὰ φωνή, μὴ φοβηθεῖ ἡ Σάρρα καὶ τρομάξει. Κι ὡς δεῖς τὴ Σάρρα, γέλασε, κι ἀπομακρὰ ἂς γνωρίσει πὼς τὸ παιδί ’ναι ζωντανὸ κι ἐγίνη δίκια κρίση. (1040) ΣΙΜΠΑΝ Δὲ θέλω πλιὸ ἀρμήνεμα, καὶ τὰ καλὰ μαντάτα κατέχω τα νὰ τσῆ τὰ πῶ, φωνιάζοντας στὴ στράτα. ΑΒΡΑΑΜ Ἂς τὴ σπουδάξομε κι ἐμεῖς, νὰ μὴ σκοτεινιαστοῦμε· τὸ σπίτι ἀλλιῶς τ’ ἀφήκαμε κι ἀλλιῶς πὰ νὰ τὸ βροῦμε. ΑΝΤΑ Ποιὰ στράτα τώρα νὰ κρατῶ, ποιὸν κάμπο, ποιὸ λαγκάδι, (1045) νὰ πὰ νὰ βρῶ τὸν Ἀβραὰμ μὲ τὸ παιδὶ ἀμάδι; Κοντὸ στοὺς κάμπους νὰ κρατῶ γὴ στὰ λαγκά, δὲν ξεύρω. Ποδάρια, τρέξετε γοργό, γλήγορα γιὰ νὰ τσ’ εὕρω! Γὴ εἰς περιβόλια γὴ εἰς βουνὰ τυχαίνει νὰ στρατέψω, τὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ νὰ πάγω νὰ γυρέψω; (1050) Τσῆ Σάρρας στέκει νὰ χαθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ κορμί τση, γιατὶ θυσία μελετοῦ νὰ κάμου τὸ παιδί τση· καὶ ἂν περάσει τὸ ταχὺ καὶ δὲν τσὶ δεῖ νὰ ’ρθοῦσι, ἀποθαμένη καὶ νεκρὴ ἔρχονται νὰ τὴ βροῦσι. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁποὺ γλακᾶ, γελᾶ καὶ χαχαρίζει (1055) καὶ κράζει μὲ τὰ χέρια του, δείχνει πὼς μὲ γνωρίζει; Ὁλόμοιος εἶναι τοῦ Σιμπὰν καὶ μοναχὸς γιαγέρνει! Γὴ ἀφόρμισε γὴ καὶ καλὰ μαντάτα μᾶσε φέρνει. ΣΙΜΠΑΝ Ἄντα, ποιὰ τύχη σ’ ἔφερε ’ς τοῦτο τὸ μονοπάτι καὶ εἶναι πρίκα καὶ χολὴ ἡ ὄψη σου γεμάτη; (1060) Κοντὸ ἡ Σάρρα ἀπόθανε κι ἦρθες νὰ πεῖς μαντάτο; Ἐγὼ βαστῶ ἄλλο, καλὸ κι ὅλο χαρὲς γεμάτο: ἀφέντης μας καὶ τὸ παιδὶ τὸν Θεὸν ἐπροσκυνῆσα, στὸν πόλεμο ὁποὺ ’μπήκασι σήμερο ἐνικῆσα κι ἐπέψασιν ἐμένα ὀμπρὸς νὰ φέρω τὸ μαντάτο, (1065) πού ’ναι χαρές, παρηγοριές, καλὲς καρδιὲς γεμάτο. ΑΝΤΑ Ὦ Κύριε παντοδύναμε, ἀφέντη τῶν πραμάτω, δόξα στὴν εὐσπλαχνία σου μὲ τὸ γλυκὺ μαντάτο πού ’πεψες ἀνιπόλπιστα κι ἀφνίδια εἰς τὴ Σάρρα, ποὺ τὴν ἠφάνισε ὁ καημὸς καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ τρομάρα· (1070) ἁπού ’ρχουμου στοῦ Ἀβραὰμ νὰ πῶ, νὰ τὸ κατέχει πὼς εἶν’ στὴν ὕστερη ἀναπνιὰ καὶ γλυτωμὸ δὲν ἔχει. Σιμπάν, καὶ καλοπέ μου το, μὴν εἶσαι σὰ χαημένος, ἴντά ’καμεν ὁ Ἀβραὰμ κι ἐβγῆκε κερδεμένος; ΣΙΜΠΑΝ Δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ σοῦ μιλῶ ἐδῶ στὸ μονοπάτι, (1075) μ’ ἂ θέλεις νὰ μ’ ἀφουκραστεῖς, ἀκλούθα καὶ πορπάτει. Ἀφήνω σε, καὶ δὲ μπορεῖς, ἀπόμεινε στὴ στράτα· δὲ θέλουσι παραθεσμιὰ ποτὲ καλὰ μαντάτα. ΣΑΡΡΑ Βοηθᾶτε μου νὰ σηκωθῶ· κράτει με ἀποὺ τὸ νῶμο, κοντὰ στὴ στράτα κάτσε με νὰ συντηρῶ τὸ δρόμο, (1080) γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ρωτῶ, ὅσοι κι ἄνε περνοῦσι, γιὰ τὸ φρικτὸ μυστήριον ἂν ξεύρου νὰ μοῦ ποῦσι. Ταμάρ, ἐπὰ ποὺ κάθομαι, ἡ ὄρεξη μοῦ λέγει, μαντάτο τσῆ παρηγοριᾶς γιὰ λόγου μου στρατεύγει· κι ὡσὰ δαμάκι ἀλάφρωση γρικῶ στὰ σωθικά μου (1085) καὶ σὰν ἀέρα καὶ δροσὰ τριγύρου στὴν καρδιά μου. ΤΑΜΑΡ Γρικῶ, κερά μου, ὡσὰ φωνὴ ποὺ ἀντιλαλεῖ στὴ βρύση. Θωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ γλακᾶ κοντὰ στὸ κυπαρίσσι; ΣΑΡΡΑ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ δοῦλος μας· σώπαινε νὰ γρικήσω· ἴντα φωνιάζει δὲ μπορῶ νὰ τοῦ ξεκαθαρίσω. (1090) ΤΑΜΑΡ Κερά, καλῶς τὸ ’δέκτηκες, τὸ τέκνο συντροφιάζει· καλὰ μαντάτα μᾶς βαστᾶ, χαρές, χαρὲς φωνιάζει. ΣΑΡΡΑ Ὄφου, καρδιᾶς ἀπόκτυπος, ὥστε νὰ μοῦ σιμώσει, κι ἴντα μαντάτο νά ’ρχεται ὁ δοῦλος νὰ μοῦ δώσει! ΣΙΜΠΑΝ Κερά, τὰ συχαρίκια μου, ἐπά ’ναι τὸ παιδί σου, (1095) ἐπὰ κοντά ’ναι ἡ ζήση σου, ἐπὰ ἡ ἀπαντοχή σου! Καὶ πούρι ὅλα τὰ κλάηματα, τὰ βάσανα κι ἡ πρίκα ὅλο δροσὲς κι ὅλο χαρὲς σήμερον ἐγενῆκα. Τυχαίνει νὰ πρεμαζωκτοῦ δικοὶ καὶ φίλοι ὁμάδι, ν’ ἀποδεκτοῦ τὸν Ἰσαάκ, πὄρχεται ἀποὺ τὸν Ἅδη. (1100) Ἐπὰ κοντά ’ναι ὁ Ἰσαάκ, ἐπὰ χαρὲς μεγάλες, ἐπά ’ν’ τὸ κανακάρικο καὶ ἄνοιξε τσ’ ἀγκάλες. ΣΑΡΡΑ Ἔδε μαντάτο τό ’φερες, ἔδε μαντατοφόρος, καὶ κάμπος ὁλοστόλιστος τὸ γρινιασμένον ὄρος! Δόξα τοῦ ὕψιστου Θεοῦ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, (1105) ὁπού ’δειξες τοῦ Ἀβραὰμ σπλάχνος καὶ καλοσύνη, ὁποὺ ’λυπήθης σήμερο κι ἐμὲ τὰ γερατειά μου κι ἤπαψες τσ’ ἀναστεναγμοὺς κι ἤγιανεν ἡ καρδιά μου. Ὦ πολυέλεε Θεέ, δοξάζω τ’ ὄνομά σου. φύλλο δὲν πέφτει ἐκ τὸ δεντρὸ χωρὶς τὸ θέλημά σου. (1110) Δὲν ἠμπορῶ νὰ καρτερῶ, νὰ στέκω ν’ ἀνιμένω· πὰ ν’ ἀπαντήξω τὸ παιδὶ γὴ ἀποὺ τὸ νοῦ μου ἐβγαίνω. Ἐπά ’ναι ὁ κανακάρης μου· ὄφου, ἡ ψή μου ἐβγαίνει· θωρῶ ἡ καρδιά μου δὲ βαστᾶ ’ς τόση χαρὰ ποὺ παίρνει. Κράτει μ’ ἐπὰ στὰ χέρια σου, ὁπού ’μαι ἀκουμπισμένη, (1115) κράτει με, κι ἀποὺ τὴ χαρὰ γρικῶ κι ἡ ψή μου ἐβγαίνει. ΙΣΑΑΚ Μάνα μου, ἐπά ’ν’ τὸ τέκνο σου, ὅλο χαρὲς γεμάτο· ἀνάστησέν το ὁ Θεὸς ἀποὺ τσῆ γῆς τὸν πάτο. Δὲ μοῦ μιλεῖς; Δὲ μοῦ γελᾶς καὶ δὲ μὲ κανακίζεις; Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Ἰσαάκ; Καλέ, δὲ μὲ γνωρίζεις; (1120) Τὰ περασμένα ἐδιάβησαν καὶ τὰ γραμμένα ἐλιῶσα, ἐπάψασι τὰ κλάηματα, τὰ βάσανα ἐτελειῶσα. Ἂς τὴ χαροῦμε σήμερον ἐτούτη τὴν ἡμέρα, κι ἀποὺ τὸν Ἅδην ἔρχομαι καὶ ζωντανὸ μ’ ἐφέρα. ΣΑΡΡΑ Γιέ μου, ἂς σὲ περιλαμπαστῶ κι ἂς σὲ γλυκοφιλήσω, (1125) τ’ Ἀφέντη ὁποὺ σ’ ἐγλύτωσε ἂς πὰ νὰ φκαριστήσω. ΑΒΡΑΑΜ Γυνή μου, δὲ σοῦ τό ’λεγα στὸν περασμένο θρῆνο; Κι ἐσὺ μ’ ἐκαταδίκαζες κι ἤβγαινες ἀπὸ κεῖνο! Ἁπὄχει θάρρος στὸ Θεὸ κι ὀλπίζει στ’ ὄνομά του ἂς βλέπεται νὰ μὴν ἐβγεῖ ἀποὺ τὸ θέλημά του. (1130) Ἄφησ’ τὰ περιμπλέματα καὶ τὰ φιλιὰ τὰ τόσα κι ἄμε νὰ δώσεις φκαριστιὰ μὲ τσῆ καρδιᾶς τὴ γλώσσα. Ἂς πὰ νὰ δέομέστανε τούτη τὴ νύκτα ὅλοι καὶ τὸ ταχὺ νὰ κάμομε τσ’ ἀνάστασης τὴ σκόλη. Ποιὸς νοῦς, ποιὰ γλώσσα, ποιὰ πνοὴ ποτὲ μπορεῖ νὰ σώσει (1135) ὡσὰν τυχαίνει τοῦ Θεοῦ εὐκαριστιὰ νὰ δώσει; Κι ὅ,τι τοῦ δώσεις τοῦ Θεοῦ, νά ’ναι ἀπὸ καρδιᾶς σου: τὴν ὄρεξή σου συντηρᾶ, ὄχι τὸ χάρισμά σου. Ἂς πᾶμε ἐμεῖς, τ’ ἀντρόγυνο, τὸ τέκνο μας κι οἱ ἄλλοι, τ’ Ἀφέντη μας νὰ δώσομεν εὐκαριστιὰ μεγάλη: (1140) Εἰς τὴ χαρὰ τὴν εἴδαμε τὴ σήμερον ἡμέρα δόξα σοι, πάντα δόξα σοι, ὦ Πλάστη καὶ Πατέρα. Ὦ Κύριε, ἡ χάρη σου τιμὴ καὶ δόξα νά ’χει, ὁποὺ ποτὲ μὲ δοῦλο σου δὲ θέλεις νά ’χεις μάχη.