o-kmeny sg. nom. ὁ φίλ-ος τὸ δῶρ-ον μικρός / μικρόν gen. τοῦ φίλ-ου τοῦ δώρ-ου μικροῦ dat. τῷ φίλ-ῳ τῷ δώρ-ῳ μικρῷ ak. τὸν φίλ-ον τὸ δῶρ-ον μικρόν vok. ὦ φίλ-ε μικρέ / μικρόν pl. nom. οἱ φίλ-οι τὰ δῶρ-α μικροί / μικρά gen. τῶν φίλ-ων τῶν δώρ-ων μικρῶν dat. τοῖς φίλ-οις τοῖς δώρ-οις μικροῖς ak. τοὺς φίλ-ους τὰ δῶρ-α μικρούς / μικρά vok. ὦ φίλ-οι a-kmeny α-purum η-purum sg. nom. ἡ χώρ-ᾱ ἡ νίκ-η gen. τῆς χώρ-ας τῆς νίκ-ης dat. τῇ χώρ-ᾳ τῇ νίκ-ῃ ak. τὴν χώρ-αν τὴν νίκ-ην pl. nom. αἱ χῶρ-αι αἱ νῖκ-αι gen. τῶν χωρ-ῶν τῶν νικ-ῶν dat. ταῖς χώρ-αις ταῖς νίκ-αις ak. τὰς χώρ-ας τὰς νίκ-ας prézens akt. + 3. os. medpasivní sg. γράφ-ω γράφ-εις γράφ-ει γράφ-εται pl. γράφ-ομεν γράφ-ετε γράφ-ουσιν γράφ-ονται inf. γράφ-ειν impt. γράφ-ε γράφ-ετε imperfektum aktivní ἔ-γραφ-ον ἔ-γραφ-ες ἔ-γραφ-ε(ν) ἐγράφετο ἐ-γράφ-ομεν ἐ-γράφ-ετε ἔ-γραφ-ον ἐγράφοντο zájmena · osobní já ty on nom. gen. dat. ak. ἐγώ μου μοι με σύ σου σοι σε αὐτοῦ αὐτῷ αὐτόν my vy oni nom. gen. dat. ak. ἡμεῖς ἡμῶν ἡμῖν ἡμᾶς ὑμεῖς ὑμῶν ὑμῖν ὑμᾶς αὐτῶν αὐτοῖς αὐτούς • Přivlastňovací můj: ἐμός, ἐμή, ἐμόν/ μου ὁ ἐμὸς φίλος / ὁ φίλος μου tvůj: σός, σή, σόν / σου ὁ σός φίλος / ὁ φίλος σου jeho/její/jeho: αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτοῦ ὁ φίλος αὐτοῦ / ὁ φίλος αὐτῆς náš: ἡμέτερος, α, ον / ἡμῶν ὁ ἡμέτερος φίλος / ὁ φίλος ἡμῶν váš: ὑμέτερος, α, ον / ὑμῶν ὁ ὑμέτερος φίλος / ὁ φίλος ὑμῶν jejich: αὐτῶν ὁ φίλος αὐτῶν